Για αυτονόητους λόγους ο άνθρωπος επιθυμεί την παράταση των ευχάριστων αναμνήσεων, ενώ επιθυμεί την ταχεία έξοδο των επίπονων. Προφανώς τέτοια δυνατότητα επιλογής δεν προσφέρεται (τουλάχιστον όχι δίχως εξωτερική βοήθεια). Κουβαλάμε ταυτόχρονα το άχθος και των δύο, ανακαλύπτοντας σταδιακά, με έκπληξη, ότι υφίσταται μια σχετική λειτουργική αλληλεξάρτηση μεταξύ τους.

Αργότερα δε, όταν πλησιάζει το τέλος, αρχίζουν και συγκλίνουν εντυπωσιακά. Το παρατηρούμε ακούγοντας αφηγήσεις γερόντων όπου διηγούνται εξαιρετικά ευχάριστες ή δυσάρεστες στιγμές -διαδοχικά- με τον ίδιο ακριβώς τόνο, καθόλου σπάνια συνοδεύοντας με ελαφρύ μειδίαμα, το οποίο λειτουργεί απολύτως κατευναστικά στον νεότερο ακροατή που αδυνατεί να ξεφύγει την ώρα εκείνη από την ένταση της αφήγησης.
Φαίνεται ότι όταν ο υποκειμενικός χρόνος φτάνει στο τέλος, ο απολογισμός λαμβάνει χώρα με παντελώς διαφορετικά κριτήρια από εκείνα της νεότητας. Επομένως και οι αναμνήσεις, ως υλικό που διαπλάθεται, ακολουθεί την πορεία αυτή. Ίσως όλοι αναζητούν ένα ισορροπημένο ισοζύγιο πριν την έξοδο. Καθότι όλα δεν ήταν μάταια κι ας ήταν τελικά.