Μαγικό βουνό – Τ. Μαν

Η λειτουργία του χρόνου στο Μαγικό βουνό

Η επανάγνωση του Μαγικού βουνού υπήρξε για εμένα η βασική του ανάγνωση, καθώς επέτρεψε, εκτός των άλλων, στον αναγνώστη του τώρα να συγκριθεί με εκείνον του τότε. Και η απόσταση αυτή αποτελεί την ιδανική αντανάκλαση εκείνου που αποτέλεσε βασική αιτία συγγραφής του μνημειώδους αυτού κειμένου: του χρόνου. Αν κατά την πρώτη ανάγνωση ο νεαρός εαυτός μου συγκινήθηκε και παρασύρθηκε από τις συγκρούσεις ιδεών και κοσμοθεωριών, όπως αυτές παρουσιάζονται μέσα από τους Νάφτα και Σεττεμπρίνι (οι δύο ασθενείς/ Μεφιστοφελείς που αντιδικούν και παλεύουν μέχρι θανάτου για την ψυχή του νεόφυτου Χανς/ Φάουστ), ο όψιμος αναγνώστης προσπέρασε σύρριζα τις μεγαλόπνοες ιδέες, αναζητώντας στη λύτρωση που προσφέρει η ανάγνωση το ύπατο θέμα (ένα να τα ορίζει όλα!): τον χρόνο.

Δεν θα τολμούσα ποτέ να υποβιβάσω τις τιτάνιες συγκρούσεις ιδεών που διαπερνούν τις σελίδες του βιβλίου, οι οποίες δίνουν την ευκαιρία στον Μαν να φέρει στο προσκήνιο το ευρωπαϊκό πνεύμα όπως διαμορφώθηκε ως την περίοδο μέχρι τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο (και με προφητικό βλέμμα στο μετέπειτα): Από τη μία πλευρά το ελαύνον, νικηφόρο πνεύμα του ατομικιστικού καπιταλισμού, του Διαφωτισμού, με όλες τις ουτοπικές του προδιαγραφές. Κι από την άλλη, ο θρησκευτικός συντηρητισμός, το αντιδραστικό πνεύμα του Μεσαίωνα, ηττημένο θεωρητικά πλην όμως ακμαίο, έτοιμο πάντα να προσφέρει στήριγμα και ελπίδα σε εκείνους που πετάχτηκαν στο περιθώριο της ιστορίας, χάρη στον φανατισμένο εξισωτισμό του και την παρηγοριά του επέκεινα. Εν μέσω αυτών, ο πρωταγωνιστής Χανς Κάστορπ να άγεται από τη ρητορική και τα επιχειρήματα των δύο εκπροσώπων που διαγκωνίζονται για την ψυχή του μαθητή τους. Ετούτος δεν είναι όμως ένα απλό άθυρμα (αν και αρχικά παρουσιάζεται ως τέτοιος, ως «μέσος άνθρωπος», από τον Μαν). Νουνεχής και επιφυλακτικός, περνάει τη διαδικασία της μαθητείας του (το Βουνό εμπίπτει στην κατηγορία του Bildungsroman) αφουγκραζόμενος τους δασκάλους του, στεκόμενος επικριτικά, με ολοένα και μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια. Η αποκαθήλωση, ή καλύτερα, η αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο θα γίνει βίαια, καθώς οι δύο κόσμοι που ενσαρκώνουν οι άσπονδοι φίλοι Νάφτα και Σεττεμπρίνι θα συγκρουστούν στο τέλος, με την μεγαλοψυχία του ατομιστή να προσβάλλει βαθύτατα το αυτοκαταστροφικό ηρωικό πνεύμα του αντιδραστικού.

Κι αν οι συγκρούσεις των ιδεών -και βεβαίως οι φορείς τους στο βιβλίο- παρέμειναν επίκαιρες, καθώς ο αιώνας που πέρασε προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη αξία και βάθος φέρνοντας στο προσκήνιο έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο και κάποιες ακόμα αιματηρές διενέξεις, το κεντρικό διακύβευμα παραμένει για εμένα η έννοια του χρόνου. Εξάλλου, και οι ιδέες αποτελούν σπορά του χρόνου, θύματα και έρμαιά του, όσο σημαντικές κι αν τις θεωρούν οι άνθρωποι που είναι πάντα έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτές. Ο χρόνος περιγελά τις βεβαιότητες κι όπως σωστά έχει ειπωθεί, οι ιδέες του χθες αποτελούν τον περίγελο του αύριο. Βέβαια, ως βροτοί παραμένουμε παιδιά του χρόνου, ο οποίος είναι πεπερασμένος, με αποτέλεσμα να αγκιστρωνόμαστε με μανία στις βεβαιότητες που μας παρέχουν οι ιδέες της εποχής μας. Για να έρθει το πλήρωμα και οι επόμενες γενιές να τις εγκαταλείψουν χάριν των δικών τους. Και πάει λέγοντας.

Ο χρόνος λοιπόν και το βουνό. Μόνο που το βουνό αυτό είναι Μαγικό, καθότι κατέχει μοναδικές ιδιότητες, τέτοιες όπως κανένα άλλο στον γεωγραφικό χάρτη της λογοτεχνίας. Ας ξεχάσουμε τις φυσικές του ιδιότητες προς στιγμήν και ας το δούμε ως χρονοκάψουλα. Σύμφωνα με τη Wikipedia: «Η χρονική κάψουλα είναι μια ιστορική κρυφή μνήμη αγαθών ή πληροφοριών, που συνήθως προορίζεται ως σκόπιμη μέθοδος επικοινωνίας με μελλοντικούς ανθρώπους». Με βασική διαφορά ότι η συγκεκριμένη κάψουλα χρόνου βρίσκεται μονίμως σε στάση, δεν μετακινείται στο μέλλον. Επίσης η σκοπιμότητά της δεν βρίσκεται στην επικοινωνία με μελλοντικούς ανθρώπους, αν και σίγουρα οι μελλοντικοί αναγνώστες επωφελούνται στον μέγιστο βαθμό. Μοιάζει, λοιπόν, περισσότερο με τη Ζώνη (κατά τα σχετικά σενάρια sci-fi, βλέπε Stalker), δίχως όμως την επικινδυνότητα της τελευταίας.

Το σανατόριο Μπέργκχοφ βρίσκεται εντός της Ζώνης. Διαθέτει τη δική του επικράτεια, το δικό του μικροκλίμα, τους δικούς του κανόνες, τη δική του ζωή και, βεβαίως, τον δικό του χρόνο. Εισερχόμενοι, οι πολίτες αφήνουν πίσω τους αυτή τους την ιδιότητα και μετατρέπονται σε ασθενείς. Τουτέστιν αποκόπτονται από την κοινωνία και τον ιστορικό χρόνο που στα πεδινά κυλά για όλους ομοίως και εισέρχονται στον μαγικό χρόνο του σανατορίου. Εντός ολίγου, η ροή του έξω χρόνου υποκαθίσταται από εκείνη του ιδρυματικού χρόνου κι ο ασθενής απεμπολεί την προηγούμενη ζωή, το επάγγελμα, ακόμα και τις προσωπικές του σχέσεις, οι οποίες υποβιβάζονται σε απλές επισκέψεις, ευχετήριες κάρτες ή σύντομα διαλείμματα διακοπών προτού επανέλθει στον σφιχτό εναγκαλισμό του σανατορίου.

Πώς όμως πραγματοποιείται αυτή η μετάβαση και πώς ο Χανς (μα και οι άλλοι συνοδοιπόροι) αποδέχονται αυτού του είδους την αποκοπή που αρχικά φαντάζει αδύνατη στα μάτια του αναγνώστη (μέχρι κι αυτός να απορροφηθεί από τον… βιβλικό χρόνο); Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η «ασθένεια». Οι πύλες του περίκλειστου χώρου ανοίγουν άμεσα για να δεχθούν εκείνους που υποφέρουν από φυματίωση ελαφράς ή βαριάς μορφής. Και όμως, ο επισκέπτης άρρωστος δεν μεταμορφώνεται σε ασθενή από τη μία στιγμή στην άλλη. Ετούτο πραγματοποιείται υπό το κράτος δύο βασικών παραγόντων: ό πρώτος είναι η αυθεντία του ιατρικού προσωπικού (ιδίως του αναγνωρισμένου διεθνώς Διευθυντή) οπότε ο πολίτης πείθεται ότι είναι πλέον ασθενής. Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, η ρουτίνα, η επανάληψη, το σαφώς οριοθετημένο τελετουργικό που υποδηλώνει πως ο ασθενής όχι μόνο είναι, αλλά συμπεριφέρεται κι ως τέτοιος. Για εμένα, ο τρόπος με τον οποίο ο Μαν, σταδιακά μεταμορφώνει τον υπήκοο και πολίτη ενός κράτους σε ασθενή και ταυτόχρονα υπήκοο μιας άλλου είδους μικροεξουσίας, χειριζόμενος τον χρόνο, αποτελεί μέγιστο επίτευγμα!

Για να επανέλθω όμως, διότι όπως ακούραστα επαναλαμβάνω, το ΠΩΣ είναι πάντα το σημαντικότερο σε ένα βιβλίο. Η τελετουργία της ενσωμάτωσης περνάει από διαφορετικά στάδια, επακριβώς καθορισμένα από το σανατόριο και τους διευθύνοντές του. Ο επισκέπτης με συμπτώματα υγείας καλείται να παρακολουθήσει την καθημερινότητα των ασθενών σε πρώτη φάση, στη συνέχεια να αναγνωρίσει το γεγονός ότι είναι άρρωστος, να λάβει τις αποδείξεις που παρέχουν οι ιατρικές εξετάσεις και τη γνωμοδότηση του ιατρικού προσωπικού και στη συνέχεια να αποδεχθεί οικειοθελώς τον εγκλεισμό του. Από εκεί και μετά μεταφέρεται στο δωμάτιό του ακολουθώντας την απαραίτητη ρουτίνα των εγκλείστων. Σε τακτά διαστήματα η ιατρική εξουσία (διόλου τυχαία διαθέτει και ψυχαναλυτή με διευρυμένο αντικείμενο, ώστε να καλύπτει και σεξουαλικές προεκτάσεις) δίνει τις γνωματεύσεις της, μετρήσιμες σε μήνες και χρόνια. Από ένα σημείο και μετά βέβαια, ο χρόνος χάνει τη σημασία του, οπότε ο έγκλειστος ιδρυματοποιείται και τελικά αρνείται να αποχωρήσει αυτοβούλως. Μόνο οι νεκροί διαφεύγουν από τον εγκλεισμό, καθώς και κάποιοι ακόμα όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Όσο διάβαζα το βιβλίο, μου ερχόταν συνεχώς στο μυαλό ο Φουκώ και το μνημειώδες «Επιτήρηση και τιμωρία». Η αυστηρή κατάτμηση του χρόνου, η ακριβής τήρηση του προγράμματος και η καταγραφή του, ο έλεγχος του σώματος και των συμπεριφορών του, η μικροφυσική της εξουσίας και η εξουσία ως δίκτυο σχέσεων, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρεξηγήσεων. Ας θυμηθούμε ότι σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η ιατρική παίζει σημαντικότατο ρόλο καθότι αφενός προμηθεύει τεχνικές για τον έλεγχο των ασθενειών, αφετέρου νομιμοποιεί το έργο της πολιτικής εξουσίας που ελέγχει, απαγορεύει και καταστέλλει εναλλακτικούς τρόπους ζωής υπό το πρόσχημα της δημόσιας υγείας. Εξίσου ενδιαφέρον είναι βέβαια το γεγονός ότι η συνθηκολόγηση του αρρώστου και η έκπτωσή του σε ασθενή πραγματοποιείται δίχως τη διαμεσολάβηση της βίας, αλλά εσωτερικεύεται εκούσια από το υποκείμενο.

O χρόνος του σανατορίου είναι απόλυτα μετρήσιμος. Είναι ένας χρόνος…θερμομετρημένος. Το αθώο αυτό όργανο μετατρέπεται σε ένα εργαλείο εξουσίας επάνω στη ζωή των έγκλειστων. Η εξουσία του απόλυτη. Αλλά και μεταφορικά, το θερμόμετρο αντικαθιστά το ρολόι (ένα θερμόμετρο χωρίς γραμμές, αλλά με λεπτοδείκτη) ως τον αδιαφιλονίκητο μετρητή του χρόνου. Εκεί που ο πολίτης κοιτά το ρολόι του, προσαρμόζοντας το πρόγραμμά του σύμφωνα με τα λεπτά και τις ώρες, ο ασθενής κάνει το ίδιο με το θερμόμετρο. Οι ελάχιστες υποδιαιρέσεις είναι, σύμφωνα πάντα με τον εσωτερικό κανονισμό, δηλωτικές του πώς θα αλλάξει η καθημερινή ρουτίνα. Ο πολίτης είναι σκλάβος του ρολογιού, ο ασθενής του θερμομέτρου του. Και οι δύο υπακούν σε ένα σύστημα εξουσίας που διαπερνά την καθημερινότητά τους, ευγνώμονες σε εκείνους που ανέλαβαν να τους προφυλάξουν από τα «χειρότερα».

Ο Χανς μπαίνει στο σανατόριο άρρωστος, καμία αμφιβολία επ’ αυτού, για να επισκεφτεί τον ξάδελφό του Γιόαχιμ που είναι ένας απλοϊκός στρατιωτικός και επιθυμεί σφόδρα να επανέλθει στα καθήκοντά του. Ο Χανς είναι μηχανικός με κάποια καριέρα ορατή στον ορίζοντα. Ως επισκέπτης σταδιακά εντάσσεται στο καθημερινό πρόγραμμα του σανατορίου, ακολουθώντας τον δικό του χρόνο, που τον συνοδεύει ακόμα ως κατάλοιπο της ζωής στα πεδινά. Ο χρόνος της ανάγνωσης (εκείνος του αναγνώστη ως εξωτερικού παρατηρητή) ταυτίζεται πλήρως με εκείνον του Χανς. Κυλάει αργά, όπως ακριβώς θα συνέβαινε σε όποιον εντάσσεται σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Η ορατή αλλαγή θα επέλθει από τη στιγμή που ο Χανς θα μετατραπεί σε ασθενή του σανατορίου και θα ξεκινήσει να μετρά τον χρόνο του με το θερμόμετρο πλέον και όχι με το ρολόι που ανταποκρίνεται στον πεδινό χρόνο, εν αντιθέσει με τον ορεινό. Ανεπαίσθητα και ειρηνικά θα επέλθει η προσαρμογή, η μετάβαση στον άλλο χρόνο, εκείνον του Βουνού, οπότε ο πρωταγωνιστής θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται εντελώς διαφορετικά το πέρασμά του, το οποίο θα αρχίσει να επιταχύνει, με συνέπεια οι εβδομάδες να γίνουν μήνες και μετά χρόνια.

Ο αναγνώστης βιώνει αντίστοιχα το πέρασμα αυτό στον ρυθμό της ανάγνωσης, ο οποίος εξαντλείται στην παράθεση λεπτομερειών, αποκομίζοντας εντυπώσεις σε αρχικό στάδιο οπότε η επιβράδυνση μεταφέρεται εκτός σελίδας. Όσο ο Χανς μπαίνει βαθύτερα στην κατάσταση ασθένειας, οπότε ο θερμομετρημένος του χρόνος αρχίζει και σταθεροποιείται μέσω των αυστηρώς προγραμματισμένων γευμάτων, κατακλίσεων, πορειών, ελεγχόμενων αποδράσεων, η κίνηση του πραγματικού χρόνου επιταχύνεται, μιας και η επανάληψη καταστρέφει την αίσθηση της κίνησης και ο αναγνώστης το εκλαμβάνει αντίστοιχα. Αν υπάρχουν κάποια έκτακτα γεγονότα που δείχνουν να επαναφέρουν τη χρονική ροή, έχουν αποκλειστικά σχέση με μη άμεσα ελεγχόμενα ερεθίσματα, όπως είναι ο έρωτας και ο θάνατος, παρόλο που κι αυτά τελικά δεν δύνανται να ανατρέψουν το status quo. Ας δούμε πώς.

Εν αρχή ο έρωτας, ο οποίος εισβάλει στην καθημερινότητα του Χανς με τη μορφή της κυρίας Σοσά. Ο νέος υποκύπτει στη γοητεία της παντρεμένης γυναίκας και την ερωτεύεται. Επιχειρεί να την προσεγγίσει και το καταφέρνει σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Νύχτα της Βαλπούργης» (άμεση παραπομπή στον «Φάουστ» του δασκάλου του Γκαίτε). Ο έρωτας λειτουργεί εξ ορισμού ως ρωγμή στον χρόνο, όντας μια κάθετη πτώση στο οριζόντιο κενό του αιώνιου. Η αναστολή του χρόνου εντούτοις, δεν διαρκεί τόσο πολύ, καθότι ο έρωτας του Χανς παραμένει μοναχική υπόθεση, μιας η κυρία δεν διανοείται καν να τον ανταποδώσει, αν και δείχνει να διασκεδάζει. Στη συνέχεια, η γυναίκα θα αποχωρήσει και θα επανεμφανιστεί συνοδεία ενός άντρα που διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα, στη σαγήνη της οποίας θα υποταχθεί τόσο ο ερωτευμένος Χανς όπως και οι υπόλοιποι. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Γιόαχιμ, ο οποίος δεν θα μπορέσει ποτέ να εκφράσει τον έρωτα του για μια νεαρή κοπέλα κατά την παραμονή του στο σανατόριο, παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά για αυτόν.

Δεν είναι τόσο το ανεκπλήρωτο του έρωτα στο βιβλίο που έχει σημασία, όσο το γεγονός ότι κι αυτός αποτελεί μέρος της ασθένειας. Ευνοείται και εμμέσως προκρίνεται εκ της διευθύνσεως ως κάτι αναμενόμενο, ένας περισπασμός, κάτι σαν παυσίπονο που ανακουφίζει τους ασθενείς κατά τη μακροχρόνια παραμονή τους. Οι μεταξύ των ασθενών σχέσεις, οριοθετημένες και ελεγχόμενες, υπό την ανεπαίσθητη πλην πανοπτική επιτήρηση του ιδρύματος, αποδεικνύονται άσφαιρες. Ο έρωτας υπόκειται και αυτός, όπως καθετί ανθρώπινο, στον πανδαμάτορα χρόνο, κι εφόσον ο χρόνος είναι ιδρυματοποιημένος και δοτός κατά βούληση εκείνου που ελέγχει, τότε και ο έρωτας είναι μισερός και επίπλαστος.

Το δεύτερο σημείο είναι ο θάνατος. Θα περίμενε κάποιος ότι τουλάχιστον αυτός θα αποτελούσε το μοναδικό μη ελεγχόμενο συμβάν. Στον μικρόκοσμο του σανατορίου Μπέργκχοφ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του καταμερισμού εργασίας. Καταρχάς, για τον ίδιο τον ετοιμοθάνατο στον οποίο δεν δίνεται η δυνατότητα να περάσει αλλού τις ύστατες στιγμές του, παρά μόνο υπό τη διαρκή επίβλεψη του προσωπικού του ιδρύματος. Αλλά και για τους άλλους ασθενείς, καθώς η εκκαθάριση του δωματίου του θανόντος γίνεται κρυφά και προσεκτικά ώστε να μην διαταραχτεί η προγραμματισμένη καθημερινότητά τους. Ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός του θανάτου αφαιρεί την όποια αναξιοπρέπεια του γεγονότος, αλλά ταυτόχρονα και την ελευθερία που συνοδεύει αυτή την απόλυτα προσωπική στιγμή. Τίποτα δεν εκχωρείται στο τυχαίο, ο χρόνος του ετοιμοθάνατου δεσμεύεται από εκείνους που έχουν αναλάβει οριστικά τα ηνία της ζωής των ασθενών τους. Τίποτα πλέον δεν τους ανήκει, ούτε η στιγμή όπου το νεκρό σώμα κείται στην κλίνη του.

Θα υπάρξουν εντούτοις δύο στιγμές όπου θα διαταράξουν το Matrix στο Μαγικό Βουνό. Η μία θα είναι όταν ο Χανς, οριστικά ασθενής πλέον, θα επιχειρήσει μια εκδρομή με σκι στο χιονισμένο βουνό και θα προκαλέσει τον εαυτό του και τις δυνάμεις του, με τρόπο που κάλλιστα θα μπορούσε να αποκληθεί αυτοκτονικός. Εκεί, θα δει ένα όραμα: νεαρούς άνδρες και γυναίκες, παιδιά, ναούς, αγάλματα, σκηνές λατρείας και ανθρωποθυσίας. Ο Χανς βυθίζεται στη «μεγάλη ψυχή» της οποίας αποτελεί μέρος, οραματιζόμενος το μεγαλείο και τη φρίκη που τη συναποτελούν. Η εθελούσια και οριστική έξοδος δεν θα πραγματοποιηθεί τελικά, η νεότητα θα επικρατήσει και ο Χανς θα επιστρέψει στο σανατόριο.

Η δεύτερη στιγμή ελευθερίας δεν ανήκει στον πρωταγωνιστή, αλλά στον απλοϊκό εξάδελφό του, τον Γιόαχιμ. Αυτός ο ελάχιστα πνευματώδης άνδρας υπήρξε και ο μόνος ο οποίος είχε τελικά το σθένος να ανταλλάξει την ασφάλεια και την πιθανή ίαση -που όμως απαιτούσε τη μόνιμη παραμονή του στο κλουβί του σανατορίου- με τη ολιγόμηνη ελευθερία και τον βέβαιο θάνατο, προκειμένου να βιώσει το όνειρό του. Ο χρόνος του γενναίου απεδείχθη μικρός, εν αντιθέσει με εκείνον του σώφρονος πλην δειλού. Για να επιβεβαιώσει, έστω εν μέρει, τον μη ουμανιστικό αντι-ατομικισμό του Νάφτα όταν υποστήριζε ότι «Μόνο όπου δεν υπάρχει πνεύμα, υπάρχει αξιοπρέπεια!». Αν το πνεύμα του λόγιου, του εγγράματου συνεπάγεται εθελούσιο αυτοπεριορισμό, ευνουχισμό και διαρκή δικαίωση της εξουσίας, τότε αναγορεύεται μακάριος ο πράος κι ο πτωχός το πνεύματι όταν ορθώνει, με τίμημα τη μία και μοναδική του ζωή, το ανάστημά του. Ο Γιόαχιμ, ο ολιγόλογος, ο μετρημένος, θα επιστρέψει στο χρυσό κλουβί για να πεθάνει. Θα παραχωρήσει στους εξουσιαστές της «υγείας» του μόνο τις τελευταίες ανάσες του θανάτου του, κρατώντας για πάντα δικές του τις λίγες στιγμές ζωής στα πεδινά.

Η σχέση οριζόντιου/ κάθετου

Και έρχομαι σε ένα ακόμα παρμενίδειο δίπολο που διαπερνά το έργο του Μαν σ’ όλη του την έκταση: σύγκρουση οριζόντιου και κάθετου, με κεντρικό άξονα τον χρόνο. Αν η οριζόντια θέση παραπέμπει στη στάση (στον ύπνο και τον θάνατο), η κάθετη παραπέμπει στην εγρήγορση και δυνητικά στην κίνηση (στον ξύπνιο και τη ζωή). Κατ’ αυτή την έννοια, θα μπορούσε κάποιος να προσημάνει την πρώτη θετικά και τη δεύτερη αρνητικά, και στην περίπτωση του βιβλίου ο ισχυρισμός είναι βάσιμος. Ο άρρωστος εισέρχεται ορθός και εν εγρηγόρσει, και στη συνέχεια μετατρεπόμενος σε ασθενή και ένοικο του σανατορίου παίρνει σταδιακά την οριζόντια θέση. Η τελευταία λαμβάνει χώρα με τη μορφή της επιβεβλημένης κατάκλισης, διάσπαρτης σε όλο το 24ωρο, ακολουθούμενη μάλιστα από την επιτηδευμένη τελετουργία του σκεπάσματος με διπλή κουβέρτα κατά απολύτως συντεταγμένο τρόπο. Το δε εργαλείο ελέγχου του ασθενούς, το θερμόμετρο, λειτουργεί ως βαρίδι, ως σιδερένια μπάλα, η οποία δένει τον ασθενή στην οριζόντια θέση του.

Την ενότητα του οριζόντιου διασπούν τα πλούσια γεύματα και οι σύντομες βόλτες στα πέριξ (περισσότερο προαυλισμός) όπου το σώμα ανακτά την κάθετη θέση του – κατά το ήμισυ ως καθήμενο στο τραπέζι, εξ ολοκλήρου στον έξω χώρο. Η οριζόντια θέση του ασθενούς παγιώνεται σταδιακά, γινόμενη μη αναστρέψιμη όσο πλησιάζει το αναπόφευκτο, οπότε το πρόσωπο μεταφέρεται στο φέρετρο. Κάθετη θέση ανακτούν στο βιβλίο μόνο όσοι έχουν ξεφύγει από το αχρονικό βουνό και επανεντάσσονται στον ιστορικό χρόνο της πεδιάδας. Ο χρόνος του σανατορίου είναι κατ’ επέκταση οριζόντιος, τουτέστιν αέναος. Αν υποθέσουμε ότι μπορούμε με κάποιον τρόπο να εικονοποιήσουμε τον χρόνο, εκείνος του Μαγικού βουνού θα ήταν σίγουρα οριζόντιος, καθώς καταπίνει αργά και αμετάκλητα τους ασθενείς. Σε αντίθεση, ο καθένας άρρωστος προσέρχεται με τον προσωπικό του χρόνο σε κάθετη θέση, προτού ενταφιαστεί, παραχωρώντας την ελευθερία του, και η ατομική του παρακαταθήκη κάθετου χρόνου υποταχθεί στον συλλογικό οριζόντιο χρόνο του βουνού.

Δεν είναι επίσης τυχαία η επιστροφή των ασθενών στη ζεστή αγκάλη του σανατορίου, ακόμα κι όταν η υγεία τους δείχνει σημάδια βελτίωσης. Ή το γεγονός ότι αρνούνται να εγκαταλείψουν το μέρος όταν διαφαίνεται πως δεν είναι πλέον άρρωστοι. Στην περίπτωση του Χανς, ο οποίος εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, είναι η ελπίδα επανένωσης με την κυρία Σοσά που λειτουργεί ως κίνητρο παραμονής, αποδεικνύοντας πως ο έρωτας στο πλαίσιο μιας εξουσιαστικής δομής όχι μόνο δεν απελευθερώνει το άτομο, αλλά λειτουργεί και αρνητικά, μολονότι το άτομο δεν μπορεί να το συνειδητοποίησει άμεσα (και ίσως αυτό είναι τελικά κάτι θετικό, καθότι είναι οι ψευδαισθήσεις που μας κρατούν στη ζωή).

Και ενώ τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει το limbo στη ζώνη του οποίου περιφέρονται αέναα οι ασθενείς και ο πρωταγωνιστής μας, ο Μαν αποφασίζει να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Οι δύο δάσκαλοι πέρασαν ήδη από τη ζωή του και άφησαν το στίγμα τους επάνω του (ο ένας αυτοβούλως απομακρύνεται από το σανατόριο, ο άλλος από την ίδια τη ζωή), έχοντας όμως επιτύχει να τους ξεπεράσει ωριμάζοντας πνευματικά. Ο ηλικιωμένος άνδρας (η μαγευτική Προσωπικότητα) που συνόδευσε τη Σοσά κατά την επάνοδό της εγκατέλειψε τα επίγεια, ενώ η κυρία αποχώρησε εκ νέου από το Μπέργκχοφ. Ο Χανς υποκύπτει στην «ασθένεια» της πλήξης, μολονότι η διεύθυνση προσπαθεί με διάφορους τρόπους να γεμίσει το κενό (από ακρόαση δίσκων, έως σεάνς επίκλησης πνευμάτων).

Και τότε μόνο, όταν όλα δείχνουν να υποκύπτουν στον οριζόντιο κλινήρη χρόνο, ο Μαν αποφασίζει να σπάσει τη φούσκα, αφήνοντας το ρεύμα του ιστορικού χρόνου να εισβάλλει, κατακλύζοντας τα πάντα. Αν μπορούμε να φανταστούμε την Ειρήνη ως παθητική καλλονή ξαπλωμένη οριζοντίως σε ανάκλιντρο, τότε σίγουρα ο Πόλεμος είναι σίγουρα άνδρας μυώδης και σύννους, ολόρθος και έτοιμος για δράση. Ο κάθετος ιστορικός χρόνος (της κίνησης, της βίας και του τρόμου), εισέρχεται ποδοκροτώντας στην οριζόντια ευδαιμονία του σανατορίου, ανασταίνοντας τους ημιθανείς, συνεγείροντας τους ασθενείς, σέρνοντάς τους πίσω και κάτω στα πεδινά – έρμαια της κραυγής του. Ουδείς δείχνει διατεθειμένος να αντισταθεί στην κλήση του έθνους που ενδύεται την πολεμική του πανοπλία. Ο Χανς πίσω από τον θόλο θα ακούσει τον παιάνα και θα σπεύσει κάτω από τα λάβαρα που τον καλούν. Θα ανακτήσει για έσχατη φορά την κάθετη στάση του άντρα στον οποίο έχει μεταμορφωθεί και θα βουτήξει στα αφρισμένα νερά της ιστορίας. Η πύρρειος νίκη του ήρωα (απογαλακτισμός, από-ιδρυματοποίηση), ταυτόχρονα θα σημάνει την απαρχή του τρόμου για τα έθνη της Ευρώπης. Και αυτή, τέλος, είναι η μέγιστη ειρωνεία: να ξυπνάς από τον λήθαργο για να βυθιστείς στον εφιάλτη.

Κλείνοντας το βιβλίο, το τοποθέτησα στο ράφι του, στον χώρο του. Ο χρόνος της ανάγνωσής του ολοκληρώθηκε. Πόσος ήταν; Ήταν σίγουρα αρκετός, αλλά όχι υπερβολικός (σίγουρα όχι 7 χρόνια, όπως μας προϊδεάζει ο Μαν στην Εισαγωγή του). Το «Μαγικό βουνό» έφυγε απ’ το δικό μου παρόν και πέρασε στο παρελθόν. Μία ακόμη επιστροφή στο μέλλον δεν φαντάζει αδύνατη. Ποιος ξέρει; Ο χρόνος θα δείξει.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s