Περί αναγνωστικής απόλαυσης

Ολοκληρώνοντας το «Περί ενότητας ύφους και ταυτότητας στη λογοτεχνία», διατύπωσα τη σκέψη ότι η αναγνωστική απόλαυση δεν σχετίζεται απαραίτητα με ζητήματα αρτιότητας στη δομή του έργου, την αναγνώριση της ενότητας του ύφους και της ιδιαίτερης συγγραφικής ταυτότητας. Στην παρούσα ανάρτηση υποστηρίζω ότι, αντίθετα, η εμπειρία δείχνει πως η απόλαυση ενός λογοτεχνικού έργου -για τους περισσότερους- είναι παντελώς ανεξάρτητη από αυτά, συχνά σε ευθεία αντίθεση.

Οι επαΐοντες, οι κλειδοκράτορες της λογοτεχνίας, έχουν περιγράψει συχνά τον ιδανικό αναγνώστη, εκείνον που γνωρίζει επακριβώς τους λόγους για τους οποίους διαβάζει, έχοντας αναπτύξει καλλιτεχνικό αισθητήριο, διαθέτοντας ταυτόχρονα αλάνθαστο κριτήριο. Πρόκειται για μια προμηθεϊκή μορφή, την οποία γενιές ολόκληρες αναγνωστών επιχειρούν να προσεγγίσουν (ομολογώ ότι ένας από αυτούς είμαι κι εγώ). Αυτοί οι Προσκυνητές του Κανόνα αναλώνουν σημαντικό μέρος της πνευματικής ζωής τους ακολουθώντας με σεβασμό τις ιερές ντιρεκτίβες των Προφητών, ώστε τελικά να εισέλθουν θριαμβευτικά στα Χειμερινά Ανάκτορα που αναμένουν στο τέλος της πορείας.

Και υπάρχουν κι εκείνοι, η πλειονότητα των αναγνωστών, που απλά αδιαφορούν για τα εξελικτικά στάδια, τους Κανόνες, τα δόγματα και τις ερμηνείες των τεχνοκρατών του Λόγου. Απλά απολαμβάνουν τη λογοτεχνική τους ζωή απενοχοποιημένα, χωρίς να απασχολούνται με τα αμέτρητα «Πώς» και «Γιατί». Αυτό δεν σημαίνει ότι αγαπούν λιγότερο τη λογοτεχνία, ότι η επαφή τους με το κείμενο δεν είναι εξίσου ισχυρή. Ούτε ότι η προσδοκία της ανάγνωσης ενός αγαπημένου συγγραφέα ή, αντίστοιχα, η απογοήτευση όταν το βιβλίο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους, λιγότερο έντονη. Οι αναγνώστες της κατηγορίας αυτής είναι εξίσου δια βίου δεσμευμένοι στην ανάγνωση, δίχως να θορυβούν, να διακηρύσσουν, να νομοθετούν.

Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε; Ένα πρώτο είναι ότι η απόλαυση της τέχνης δεν προϋποθέτει κάποιο βαθμό ανώτερης συνειδητοποίησης, επίγνωσης ή πανεπιστημιακού επιπέδου μόρφωσης. Προφανώς απαιτείται κοινή νοημοσύνη και κάποιο μορφωτικό επίπεδο, που όσο υψηλότερο είναι τόσο περισσότερο συνεισφέρει, κυρίως όμως σε ζητήματα κατανόησης. Και πάλι όμως, η αναγνωστική εμπειρία μπορεί να κινηθεί ανεξάρτητα από αυτά. Όλοι μας γνωρίζουμε αναγνώστες που απολαμβάνουν απαιτητικά και μη κείμενα, χωρίς να μπουν στη διαδικασία να τα αναλύσουν, να τα αποδομήσουν και να τα ανασυνθέσουν στο μυαλό τους, εξηγώντας στη συνέχεια επακριβώς τη διαδικασία (εκείνο το «Πώς» και «Γιατί») προφορικώς ή γραπτώς. Απλά αφήνουν το βιβλίο να κατασταλάξει μέσα τους και συνεχίζουν δίχως τυμπανοκρουσίες τον αναγνωστικό τους βίο.

Εδώ προκύπτει ένα βασικό ζήτημα που ταλανίζει τον δυτικό τρόπο σκέψης από την εποχή των Σωκράτη, Πλάτωνα κι εντεύθεν: κατά πόσο η επίγνωση είναι απαραίτητος όρος της ύπαρξης (και άρα της απόλαυσης, ως συνειδητής πράξης). Εκείνο το «ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ» συνεχίζει να μας καταδιώκει αμείλικτα με την παντελώς ελιτίστική του προοπτική, σθεναρά παραγνωρίζοντας ότι απευθυνόταν πρώτιστα σε ένα κλειστό κύκλωμα επίλεκτων φίλων και οπαδών (τότε αλλά και τώρα). Κάνουμε, εμείς οι «πεφωτισμένοι» (μπόλικη η ειρωνεία εδώ!) πως αγνοούμε ότι καμία από τις λέξεις της πρότασης αυτής δεν είναι τελικά απαραίτητη για χαρούμενο και ανέφελο βίο – τουναντίον η προτροπή το πιθανότερο να οδηγήσει σε δυστυχία και κατάθλιψη.

Το οποίο με τη σειρά του μας επαναφέρει στο θέμα μας, δηλαδή στο γεγονός ότι η ανάγνωση ενδέχεται, θα μπορούσε, δεν είναι όμως απαραίτητο να αποτελεί απόλυτα συνειδητή διαδικασία, προκειμένου να είναι απολαυστική – ας είναι και ανεξέταστη. Για αρκετούς μάλιστα, εκείνα τα «περί διαγραμμάτων» από τους λεγόμενους «κορμοράνους των βιβλιοθηκών» (κατά Steiner) δεν είναι παρά προσκόμματα στην αγνή απόλαυση ενός κειμένου, καταψύχοντας το εκλυόμενο συναίσθημα ευωχίας από τους ιατροδικαστές της ανάγνωσης σε συνθήκες νεκροτομείου.

Καθότι, έρχονται να συμπληρώσουν, σκοπός της λογοτεχνίας δεν είναι απαραίτητα να προσφέρει αποκλειστικά Αριστουργήματα που μας θωρούν από τα Ολύμπια ύψη τους, αλλά σελίδες που μας τυλίγουν με τη θαλπωρή τους. Κι αν βρίσκομαι στην απέναντι όχθη (όχι απαραίτητα από επιλογή), δεν μπορώ να εξοβελίσω ή να αρνηθώ καθολικά αυτή την άποψη. Ετούτος ο κόσμος είναι πολύ άσχημος και σκληρός και, τελικά, όλοι εμείς οι θνητοί αναζητούμε στα βιβλία λίγες στιγμές παρηγοριάς για να αντέξουμε τον εαυτό μας, τους άλλους, τον χρόνο και το αναπόφευκτο.

4 σκέψεις σχετικά με το “Περί αναγνωστικής απόλαυσης

  1. Εξαιρετική ανάλυση. Επι πλέον, θα ήθελα να προσθέσω ότι καμιά φορά η κριτική αποτελεί επίδειξη τεχνικών γνώσεων των κριτικών ή επίδειξη εκφραστικών ικανοτήτων που δεν βοηθούν σε τίποτε τον υποψήφιο αναγνώστη.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε