Εξ αφορμής σχολίων /κριτικών απογοητευμένων ή ημι-γοητευμένων αναγνωστών λογοτεχνικών έργων σε βιβλιοφιλικές σελίδες στο Facebook, προκύπτει το εξής: Παρατίθενται συγκεκριμένα αποσπάσματα ενός βιβλίου, τα οποία είναι όντως ελκυστικά και προκαλούν τον θαυμασμό όλων. Πολλές φορές όμως, στη συνέχεια, το βιβλίο δείχνει να μην ανταποκρίνεται στην αρχική εντύπωση, εντούτοις διαβάζεται με ενδιαφέρον ως το τέλος, αφήνοντας όμως την επίγευση του ανολοκλήρωτου (συνοδευόμενο από σχόλια του τύπου: «Καλό ήταν, αλλά δεν μου άφησε κάτι… δεν θα επανερχόμουν… δεν έχασα όμως τον χρόνο μου» – ο ορισμός της συγκατάβασης στον οποίον εμπίπτει το 90φεύγα τοις εκατό της εκδοτικής παραγωγής).

Οι αναγνώστες αναρωτιούνται -δημοσίως ή κατ’ ιδίαν- «Τις πταίει;». Να είναι εγγενές πρόβλημα των ιδίων ή του συγγραφέα που τελικά δεν ανταποκρίθηκε άρτια στο έργο του (μήπως και των δύο); Ανάλογα με τον βαθμό αυτοεκτίμησης του αναγνώστη, δίδεται και η ανάλογη απάντηση. Μιας και δική μου αναγνωστική αυτοεκτίμηση κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα την τελευταία δεκαετία, δράττομαι της ευκαιρίας για κάποια tips, ιδίως προς νεότερους αναγνώστες.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα βασικά: γραφιάδες υπάρχουν πολλοί, συγγραφείς ελάχιστοι. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί από εμάς μπορούμε να συντάξουμε -με σωστά ελληνικά- κάποιες παραγράφους, και μάλιστα να το κάνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσουμε κάποιο ρίγος ή θαυμασμό στο ευρύτερο κοινό. Κατά δεύτερον, ακόμα περισσότεροι μπορούμε να έχουμε ΙΔΕΕΣ που να τις μεταφέρουμε στο χαρτί με αποτελεσματικό τρόπο. Και πάλι όμως, συγγραφείς δεν είμαστε. Και, ευτυχώς για την ανθρωπότητα, δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ.
Τι είναι όμως εκείνο που κάνει κάποιον συγγραφέα (ξεκινώντας από τη βαθιά επιθυμία του να είναι τέτοιος;). Σίγουρα τα δύο στοιχεία που προανέφερα, αλλά και κάποια επιπλέον, δίχως τα οποία τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν έχει σημασία: Ικανότητα σύνθεσης και ισορροπία των επιμέρους στοιχείων, σταθερή δομή και, τελικά, ενότητα ύφους. Δεν γίνεται να περιγράψω εδώ αναλυτικά την ουσία αυτών των στοιχείων και την υλοποίησή τους, γιατί θα χρειαστώ σελίδες. Θα σταθώ στα αποτελέσματα της απουσίας τους -κυρίως- και της παρουσίας τους.
Η παράθεση καλογραμμένων ή/και βαθυστόχαστων παραγράφων σε ένα κείμενο δεν συνιστά λογοτεχνία. Είναι, στην καλύτερη περίπτωση, όμορφες στιγμές, οι οποίες καθιστούν το οικοδόμημα σαθρό, καθώς απλά ξεχωρίζουν εις βάρος του συνόλου, το οποίο φαντάζει συγκριτικά φτωχό. Είναι, θεωρώ, η αιτία που τα περισσότερα βιβλία πάσχουν, αφήνοντας την επίγευση του ημιτελούς που προανέφερα. Το αντίστοιχο συμβαίνει, φερ’ ειπείν, και στον κινηματογράφο όπου θαυμάζουμε κάποια όμορφα πλάνα, το soundrtrack, τη φωτογραφία, τις ερμηνείες κλπ. μα ως σύνολο η ταινία υπολείπεται τόσο περισσότερο όσο τα επιμέρους ξεχωρίζουν. Η στιγμή, η λέξη, έχει δύναμη από μόνη της, αλλά εκείνο που την καθιστά απρόσβλητη είναι η ένταξή της στο όλον. Αλλιώς γίνεται κραυγή στην έρημο, πυροτέχνημα που χάνεται στην καταιγίδα, όχι ομοβροντία που σκίζει στη μέση τον χρόνο.
Η διάκριση των επιμέρους εις βάρους του συνόλου οδηγεί αναπόδραστα στο άλλο μεγάλο αμάρτημα της κοινότοπης λογοτεχνίας: την έλλειψη ταυτότητας/ προσωπικότητας. Όμορφες σελίδες, εντυπωσιακές στιγμές, αλλά τελικά κάπου τα έχουμε ξαναδεί, κάπου τα έχουμε ξανακούσει και με το πέρας του βιβλίου, χάνονται όλα στη λήθη. Το μόνο που καθιστά ένα έργο τέχνης απρόσβλητο στον χρόνο είναι η ταυτότητά του, δηλαδή η πρωτοτυπία του, η οποία δεν συνίσταται απαραίτητα στην καινοτομία (πόσοι είναι Τζόυς ή Πίντσον;) αλλά στη μοναδικότητα της ματιάς του δημιουργού, στην οπτική του, σε σχέση με τον κόσμο που φαντάζεται και κυοφορεί.
Από την άλλη, η καλή λογοτεχνία, όμως, μας λένε οι εργάτες του πνεύματος, είναι 90% δουλειά και 10% ταλέντο. Ας ακούγεται υπερβολικό, έχει βάση. Και η λέξη «δουλειά» μας επαναφέρει στη δομική ενότητα των επιμέρους, άρα στην ενότητα ύφους, που με τη σειρά της αποτελεί την προσωπική σφραγίδα του γράφοντος.
Το πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί αυτό, θα αφήσω τους επαγγελματίες συγγραφείς να το καταδείξουν. Εγώ, ως αναγνώστης, μόνο το αποτέλεσμα δύναμαι να κρίνω. Όταν έχει επιτευχθεί άρτια, οδηγεί σε πληρότητα μοναδική, μαγική ισορροπία όπου όλα τα συστατικά διαλέγονται αρμονικά μεταξύ τους – ένα «Ευλογητός!» στο καλλιτεχνικό όραμα που αναμορφώνει εκ βάθρων την ανθρώπινη εμπειρία. Όταν όμως δεν επιτυγχάνεται, η οργασμική διαδικασία διακόπτεται κι ο αναγνώστης παραμένει με έναν ανεκπλήρωτο ερεθισμό, αρκούμενος σε κάποιες καλογραμμένες σελίδες, αλλά όχι σε ένα ολοκληρωμένο έργο.
Προφανώς και στα πλέον σπουδαία έργα της λογοτεχνίας υπάρχουν παράγραφοι, σελίδες, ακόμα και κεφάλαια που ξεχωρίζουν με την πηγαία έμπνευσή τους, πρότυπα συγγραφικής virtuosité και σημεία αναφοράς, στα οποία κάθε γενιά επανέρχεται. Η μέγιστη διαφορά είναι ότι η αφαίρεσή τους από το υπόλοιπο έργο είναι αδύνατη, καθώς το οικοδόμημα θα αποσταθεροποιηθεί άμεσα, δεδομένου ότι λειτουργούν αψεγάδιαστα αποκλειστικά εντός του. Το αυτό δεν ισχύει για τα άλλα, τα δευτερεύουσας σημασίας όπου, έχει κάποιος την αίσθηση, ότι μπορεί να αποκόψει, να αναδιατάξει ή να προσπεράσει κομμάτια (όχι διότι υπήρξε αυτή η πρόθεση του συγγραφέα) χωρίς τελικά να αλλάξει κάτι στην αναγνωστική εμπειρία. Επιπλέον, για να προλάβω τις αντιρρήσεις, ακόμα και στα κλασικά έργα υπάρχουν σημαντικές ανισορροπίες (βλ. Ντοστογιέφσκι, ο Μέγας Ανοικονόμητος), όμως είναι τόσο ισχυρή η ταυτότητα του συγγραφέα και τόσο ισχυρό το όραμά του, ώστε προσπερνάμε άτυπτα (διότι…).
Βεβαίως όλα τα παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν ψιλά γράμματα, technicalities ή ακόμα και μεμψιμοιρία. Για πολλούς, η αναγνωστική απόλαυση είναι παντελώς ανεξάρτητη από θέματα… στατικότητας. Αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο («Ποιοι παράγοντες συνεισφέρουν στην αναγνωστική απόλαυση;» ή κάτι συναφές), στο οποίο σκοπεύω να επανέλθω εν ευθέτω.
Stay tuned!
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΠΟΥ ΥΠΟΣΧΕΣΤΕ
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ευχαριστώ πολύ. Θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ όσο καλύτερα μπορώ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!