Στα ικανά χέρια του συγγραφέα, το κοινολεκτούμενο αποκτά διαστάσεις τιτάνιες: μετουσιώνεται, ελίσσεται, εκτείνεται, καθώς η μυθοπλαστική φαντασία το αναγορεύει σε ύψιστο γεγονός, άξιο γραπτού λόγου, θούρια αλκή του πνεύματος, εφαλτήριο αυτεπίγνωσης.

Αυτή ακριβώς η φαντασία (η αφηγηματική τέχνη του συγγραφέα) μπορεί να παραλληλιστεί με ισχυρό μεγεθυντικό φακό που μεσολαβεί μεταξύ του υπό εξέταση αντικειμένου (βιβλίο) και του παρατηρητή (αναγνώστης).
Η παρεπόμενη τριγωνική σχέση δημιουργεί έναν συνεκτικό δεσμό ο οποίος επαναπροσδιορίζει τον αναγνώστη (καθότι αποτελεί την πλέον ευμετάβλητη μεταβλητή της σχέσης ετούτης), δεδομένου ότι ανά πάσα στιγμή δύναται με ελεύθερη βούληση (ευχή και κατάρα) να απομακρύνει ή να πλησιάσει τον φακό στο αντικείμενο.
Κατ’ αυτή την έννοια και το έργο τέχνης παύει να αποτελεί σταθερά (όσο ενοχλητικό κι αν ακούγεται αυτό), μιας και η ομορφιά παραμένει στο μάτι του παρατηρητή. Γενικεύοντας ελαφρώς, ανάλογα με τον βαθμό καλλιτεχνικής/πνευματικής ενσυναίσθησης του αναγνωστικού κοινού μιας εποχής, το έργο επαναπροσδιορίζεται. Είτε περιπίπτει στο ημίφως της περιορισμένης αναγνώρισης των ελλόγιμων είτε αναγορεύεται σε magnum opus για την πλειονότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ακόμα και τα Αριστουργήματα (όσα ο σχετικισμός δεν έχει προλάβει να τα λερώσει) συχνά εκπίπτουν της χάριτος. Δεν αναφέρομαι στα «Ευλογητός» μιας μικρής πλην αταλάντευτης και ενίοτε αυτάρεσκης μειονότητας που βυζαίνει σταθερά τον κόρφο της λύκαινας (Μεγάλης Τέχνης), αλλά σε μια σχετικά απροσδιόριστη μάζα που διαμορφώνει και καθορίζει το zeitgeist.
Συγκεφαλαιώνοντας, το κοινότοπο συνεχίζει να τροφοδοτεί με καύσιμο την τέχνη, οι αναγνώστες εμμονικά σκύβουν επάνω από τον μεγεθυντικό φακό παραμορφώνοντας το αποτέλεσμα κατά βούληση. Κάποιες φορές βεβιασμένα τραβούν το βλέμμα τους, παραμερίζουν αφηρημένοι (οι περισπασμοί πολλοί) και τότε οι ακτίνες του ήλιου περνούν από μέσα απρόσκοπτα. Μια μικρή φλόγα ξεπηδά…