Για τους μεγάλους συγγραφείς -εκείνους που διαστέλλουν τον χρόνο μέσα μας, που υφαίνουν αργά και σταθερά τον ιστό τους σε ξεχασμένες γωνιές της ψυχής μας, αναγκάζοντάς μας τακτικά να κατεβαίνουμε τις σκάλες στο υπόγειο- μία ανάγνωση ισούται με καμία ανάγνωση. Ο Φώκνερ δεν επιδέχεται χρονικών περιορισμών, φευγαλέων εντυπώσεων, σπουδής και λησμονιάς. Κατοικεί μόνιμα στο μεταίχμιο πραγματικότητας και ονείρου που συνιστά την πνευματική μας ύπαρξη. Κάθε νέα ανάγνωση, επομένως, αποτελεί μια πρώτη ανάγνωση, ένα ακόμα φευγαλέο πέρασμα μέσα από την ονειροχώρα που έπλασε ο ευφυής Αμερικανός.

Ένα κάρο σταματά σε έναν σκονισμένο δρόμο του Νότου και παίρνει μαζί του μια έγκυο κοπέλα, τη Λένα, η οποία αναζητά πεισματικά τον νεαρό άντρα (ανεπίγνωστος , διαφεύγει των ευθυνών του) με τον οποίο ελπίζει να παντρευτεί και να συμβιώσει. Η πορεία της θα τη φέρει από μια πόλη στην άλλη, έως το Τζέφερσον. Εκεί θα ξεκινήσει μια αλυσίδα γεγονότων, η οποία θα προσφέρει την ευκαιρία στον Φώκνερ να ξετυλίξει τον δημιουργικό του μίτο, το άκρο του οποίου βρίσκεται χωμένο βαθιά στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής. Τόσο βαθιά που ούτε το Φως του Αυγούστου δεν μπορεί να τα φωτίσει…
Ο συγγραφέας θα αφήσει ξανά τον κήπο του να καρποφορήσει με ανθρώπους, τόπους και τρόπους τόσο οικείους όσο και απόμακρους. Η πένα του διαγράφει τεράστια τόξα, περικλείοντας την ανθρώπινη κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα την περιορίζει σε μια επαρχία, μια πολίχνη, ένα οίκημα, ένα δωμάτιο. Εκεί το μερικό γίνεται καθολικό, το έλασσον μείζον, η επιμέρους κίνηση κι ο ενίοτε ασυνάρτητος λόγος περικλείουν το άπαν. Ο χωρικός καθίσταται αυτοστιγμεί εκπρόσωπος του είδους, η γυναίκα κυοφορεί το άλγος του φύλου της και ο άντρας φέρει την κατάρα της κυριαρχίας ως σκιά που τον ακολουθεί στον τάφο.
Οι σελίδες του βιβλίου κινούνται αργά σαν όνειρο, ένας βηματισμός που βραδυπορεί, με τη βαρύτητα να τον τραβά. Η παρουσία της εγκύου κοπέλας που αναζητά τον πατέρα, η επαφή της με τον τίμιο και ηθικό Μπάιρον που θέλει να την αποκαταστήσει, του αποσυνάγωγου ιερέα Χάιταουερ που θέλει να τον αποτρέψει, αλλά και οι παράλληλες ιστορίες με σημαντικότερη εκείνη του μιγά με το παράξενο όνομα Χριστούγεννας. Ο τελευταίος αποτελεί κομβικό πρόσωπο στην εξέλιξη του βιβλίου, καθώς όντας ο ίδιος θύμα, θα στραφεί εναντίον του μοναδικού προσώπου (της μοναχικής γυναίκας) που θα του φερθεί ανθρώπινα επιδεικνύοντάς του τρυφερότητα. Θα διαπράξει φόνο και θα κυνηγηθεί ως άγριο σκυλί από τους ρατσιστές της πόλης.
Ο αργός διασκελισμός δείχνει να επικρατεί μέχρι τη σκηνή προς το τέλος, όπου ο άγγελος εκδικητής με τη μορφή ενός ντόπιου διώκει και σκοτώνει τον «αράπη» Χριστούγεννα. Η ταχύτητα της δράσης είναι εντυπωσιακή, η καθαρή, άσπιλη και κλινική όψη του εκτελεστή, η σιγουριά του. Η απόλυτη βεβαιότητά του πως τον κινεί ο Μέγας Παίκτης, μια ανώτερη δύναμη, τυφλή και άσπλαχνη.
Η βεβαιότητα του ενός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αμφιβολία του άλλου ήρωα, του ιερέα ονόματι Χάιταουερ, ο οποίος αίρει τις αμαρτίες του χθαμαλού ποιμνίου του ζοφερού οίκου του θεού. Ο ιερέας θα βρεθεί άκων εν τω μέσω, μολονότι επιχείρησε μέχρι τέλους να αποφύγει το πικρό ποτήρι. Αμαρτωλός και ο ίδιος, μεταξύ αμαρτωλών θνητών, έλαβε μια απόφαση: να παραμείνει μακριά από τους ανθρώπους που δεν τον ενέταξαν, δεν τον αποδέχτηκαν. Παθητικός θεατής ενός κόσμου σαθρού που έχει πάψει από καιρό να κατανοεί, έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια.
Όμως σκληρή η μοίρα του μοναχικού ανθρώπου όταν τεθεί προ ηθικού διλήμματος –»πάλ’ εις μικρόν γενναίος» θα κληθεί σε πρωταγωνιστικό ρόλο και θα το πράξει υπακούοντας στην εσωτερική του φωνή. Μπροστά στο ανόσιο έγκλημα, στον φόνο, θα αφήσει να ακουστεί η στεντόρεια κραυγή του: «Άνθρωποι, άνθρωποι!», λες και η επίκληση της ανθρώπινης ιδιότητας των εκτελεστών είναι αρκετή για να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων. Αλίμονο, δεν θα βρει συμπαραστάτες στο διάβημά του – μόνο πιόνια αταλάντευτα (να τρέμεις εκείνους που δεν αμφιβάλλουν ποτέ!) έτοιμα να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Ο μιγάς με το παράξενο όνομα Χριστούγεννας θα εκτελεστεί με φρικτό τρόπο και η τάξη (ανθρώπινο κρέας…) θα βασιλέψει ξανά στον Νότο.
Αλλά ο νεκρός με τη σειρά του θα πάρει την εκδίκησή του. Η εικόνα του αποτρόπαιου θανάτου θα στοιχειώσει για πάντα τους μετέχοντες. Το μέγα αμάρτημα της ρατσιστικής βίας θα λεκιάσει τους ίδιους, τα παιδιά τους και τους επιγόνους τους.
Ίσως σε ένα από τα πλέον άμεσα έργα του, ο Φώκνερ αφήνει την οργή να ξεχειλίσει όχι με δεκάρικους ή αφοριστικά λογίδρια περί αδικίας και φυλετισμού (όποιος ζητά κάτι τόσο απτό, ελπιδοφόρο και αναζωγονητικό ας προστρέξει στη ζεστή αγκαλιά της Harper Lee). Κάθε φορά που ο αναγνώστης επιχειρεί να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωες ο συγγραφέας σπεύδει με περίτεχνες αφηγηματικές κινήσεις να παγώσει την ευκολία αυτή. Σαφώς και υπάρχουν θετικοί ήρωες, αλλά -όπως και στη ζωή- είναι ελάχιστοι, όπως εξάλλου και οι κακοί. Ο Μέγας Παγκόσμιος Κιμάς (να θυμηθούμε τον Fowles) είναι απλά ουδέτερος, γκρίζος, αναποφάσιστος, έτοιμος να κινηθεί κατά κει που τον σπρώχνει το κύμα.
Και ο Φώκνερ, ως Μέγας Αρχιερέας της λογοτεχνίας, το γνωρίζει καλά και δεν χαρίζεται, ακόμα και σε εκείνους τους ήρωες που έχουν ξεκάθαρα την προτίμησή του. Θα σκοντάψουν, θα λαθέψουν, θα φανούν κατώτεροι των περιστάσεων, θα απογοητευτούν και θα θελήσουν να αποσυρθούν στην ουτοπία των οικείων ανθρώπων και των ευγενών σκέψεων. Και εκεί όμως θα τους κυνηγήσει ο όχλος, το κακό που έχει συχνότερα την όψη της αρετής, και θα τους ξετρυπώσει αναγκάζοντάς τους να πάρουν θέση.
Ο Φώκνερ δεν επιθυμεί να προσφέρει παραμυθία, «δεν δίνει λέξεις παρηγοριάς» (τελικά ο Οδηγητής θα μπορούσε, θα έπρεπε να είναι ο καλλιτέχνης, ο Δημιουργός). Αργά, σταθερά, σκύβει στον βάλτο και ανασύρει τον καθρέφτη (όπως πρώτος μας δίδαξε ο Στεντάλ) στήνοντάς τον και πάλι μπροστά μας. Αυτή τη φορά ο καθρέφτης έχει το ιδιαίτερο ύφος του Αμερικανού συγγραφέα: είναι νοτισμένος και λερός από την κάψα του Νότου, λεκιασμένος από τις αναθυμιάσεις του ανθρώπινου μόχθου, όζοντας από την αποφορά της τυφλής πίστης και της φυλετικής καθαρότητας. Τα πλάσματα που κοιτάζουν μέσα του και μας αντιγυρίζουν το βλέμμα έχουν πρόσωπα στεγνά, ψυχές στεγνές, ζωές στεγνές. Αποστρέφουν με αηδία το βλέμμα από την όψη τους, μισώντας το είναι τους και στρέφοντας εκδικητικά το μίσος προς τους άλλους – ιδίως εκείνους που είναι διαφορετικοί, εκείνους που θεωρούν κατώτερους. Και ο συγγραφέας είναι παρών, μεταφέροντάς μας τον θρίαμβο της βαρβαρότητας, την συντριβή της ελπίδας, τον βάναυσο ακρωτηριασμό (ο φυσικός θα επέλθει, αφότου έχει προηγηθεί ο εσωτερικός).
Και όμως, την ίδια ώρα, το φως του Αυγούστου λάμπει επί δικαίους και αδίκους. Τυλίγει με τη θέρμη του πάντα τα ανθρώπινα, όσο μιαρά κι αν είναι. Δείχνει όμως μια προτίμηση σε ένα συγκεκριμένο σπίτι, σε μια αυλή, μια πολυθρόνα όπου ένας αποσυνάγωγος ιερέας κάθεται μοναχικός και άπελπις. Το φως προχωρά αργά αλλά σταθερά και στέκεται σαν φωτοστέφανο στο κεφάλι του γερασμένου άντρα…
Αργότερα, στο καταληκτικό κεφάλαιο ένα κάρο εμφανίζεται και παίρνει μαζί του τη Λένα με το μωρό και τον Μπάιρον για να τους οδηγήσει κάπου αλλού, όχι τόσο μακριά όσο θα χρειαζόταν ούτε τόσο κοντά όσο θα προτιμούσαν. Η παρτίδα θα ξαναστηθεί, και τα πιόνια θα πάρουν πάλι τις θέσεις τους. Αυτή τη φορά, χωρίς τη μεσολάβηση του δημιουργού, το παιχνίδι της ζωής θα συνεχιστεί μακριά από τις σελίδες ενός βιβλίου που μόλις έφτασε στο τέλος του.