1η δημοσίευση: Book Press
Όταν ολοκλήρωσα τη μικρή αυτή συλλογή διηγημάτων του Ουρουγουανού συγγραφέα Φελισμπέρτο Ερνάντες και διάβασα την ταπεινή του βιογραφία, τότε μόνο έδωσα προσοχή στη δεύτερη, αλλά εξίσου σημαντική, ιδιότητά του ως πιανίστα. Μόνο τότε το παζλ ολοκληρώθηκε εντός μου και το γραπτό του απέκτησε νόημα και συνοχή. Θεωρούμενος ως πατριάρχης του λεγόμενου Μαγικού Ρεαλισμού (διάτρητη ομπρέλα που σκιάζει άνισους επιγόνους, συχνά στα όρια του πνευματώδους κιτς, έρμαιο του hype που του έδωσε πνοή εκεί κάπου στα 80’s), o Ερνάντες αποδεικνύει τον κανόνα (μα και τον Κανόνα) που δηλώνει απερίφραστη προτίμηση στο αρχέτυπο και σπανίως στους επιγόνους.

Αν θεωρήσουμε πως ο μαγικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από την εισβολή του φανταστικού/ μυθολογικού στοιχείου στην καθημερινότητα, προσδίδοντας ταυτόχρονα αληθοφάνεια στο πρώτο σκέλος, τότε ο Ερνάντες εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Εντούτοις, δεν είναι το genre που δίνει υπόσταση και καλύπτει με την ασάφειά του τον συγγραφέα, αλλά ο συγγραφέας που οριοθετεί και προσδίδει κύρος στο νεότευκτο -για την εποχή εκείνη- είδος. Η συλλογή αυτή μας αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές.
Ο πιανίστας, για να επανέλθουμε, Ερνάντες καταλαμβάνει τη σκηνή από τις εναρκτήριες παραγράφους και συνεχίζει ως το τέλος, εκεί που ο συγγραφέας ξαποσταίνει, αφήνοντας δημιουργικό χώρο. Οι δύο μαζί, στις κορυφαίες τους στιγμές, μεγαλουργούν, προσφέροντας στον αναγνώστη μια αναμφίβολα μουσικό-αναγνωστική εμπειρία που συνεχίζει να ηχεί και μετά το πέρας της ανάγνωσης. Δεδομένου πως οι μουσικές μου γνώσεις παραμένουν…ηχηρά απούσες, προσπάθησα ως αναγνώστης να ακροαστώ τον ήχο των λέξεων, προκειμένου να κατανοήσω τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα.
Ως γενική παρατήρηση σε όλα τα διηγήματα, η μυστική ζωή των αντικειμένων παρουσιάζεται εξίσου σημαντική με εκείνη των ανθρώπων. Ο συγγραφέας μοιράζει ισόποσα και ισορροπημένα το ενδιαφέρον του μεταξύ των ηρώων και των αντικειμένων που τους περιβάλλουν. Συχνότερα τα αντικείμενα αποκτούν σημαντικές διαστάσεις, παίρνουν βάρος και ουσία, δείχνοντας να απορροφούν τις ιδιότητες, τα συναισθήματα των έμψυχων εμπλεκόμενων και στη συνέχεια να τα αντανακλούν επάνω στα πρόσωπα, προσδίδοντας στις τελούμενες πράξεις ένα ονειρικό λούστρο. Είναι δε τόσο ικανός ο Ερνάντες στο παιχνίδι της προβολής και ενδοβολής, ώστε η συνεχής αυτή μετάβαση τελείται τόσο ομαλά και μουσικά μεταξύ των προτάσεων, με συνέπεια ο αναγνώστης κυριολεκτικά να…αλλάζει πόδι στον αέρα (χαλαρή χορογραφία), ώστε να παρακολουθήσει το νήμα της αφήγησης.
Δεν είμαι στο ελάχιστο συγγραφέας για να γνωρίζω πώς μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η «χοροπηδηχτή ζεύξη» (αν είναι δόκιμος αυτός ο λεκτικός συνδυασμός), αλλά περί αυτού πρόκειται και το κατανοείς εκ των υστέρων αφού πρώτα το έχεις θαυμάσει. Αυτή, ας το ξαναπούμε, είναι η θαυμαστή λειτουργία της λογοτεχνίας: οι εκ του… ανασφαλούς αφηγηματικές μετατοπίσεις που κλυδωνίζουν την αιώρα του κοιμώμενου αναγνώστη, υποχρεώνοντας τον να βγει από τη νάρκη του για να ακολουθήσει τον βηματισμό.
Ο συγγραφέας αφήνει εκούσια τον μίτο να χαθεί στον λαβύρινθο, καθώς αφουγκράζεται και καταγράφει με λέξεις τις αντηχήσεις περισσότερο παρά τις ίδιες τις φωνές. Όσα διαπερνούν το πέπλο της υλικότητας δείχνουν να τον απασχολούν περισσότερο: η λειτουργία του φωτός, οι σκιάσεις και τα χρώματα περιγράφουν, διαγράφουν, κυοφορούν. Οι άνθρωποι παραμένουν στο παρασκήνιο την ίδια στιγμή που τα αντικείμενα γύρω τους βγαίνουν από τις σκιές και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, επιβάλλοντας την παρουσία τους, αντανακλώντας τα συναισθήματα των ηρώων όσο ο συγγραφέας κρατάει τους τελευταίους σε επιβεβλημένη σιωπή.
Πλάγια, ευθεία, οι λέξεις οδηγούν σε άλλες λέξεις που διακλαδίζονται σε πυκνά πλέγματα – καθόλου δυσπρόσιτα νοητικά, πλην όμως απαιτητικά όσον αφορά την προσκόλληση του αναγνώστη στον υποδόριο σφυγμό του κειμένου. Ο συγγραφέας παρεκκλίνει ως επί το πλείστον, σύροντάς μας άκοντες στον φανταστικό του κόσμο που φαίνεται να κατοικείται από μοναχικά πλάσματα, αν και όντας τέτοια δεν δείχνουν να δυστυχούν. Αφήνονται -και στη συνέχεια εμείς- στην ανέμελη φαντασία τους, απολαμβάνοντας τους μαιάνδρους της σκέψης τους, σε έναν κυκεώνα δημιουργίας που παραμένει θελκτικός καίτοι άναρχος (ίσως εξαιτίας αυτού).
Κι αν αυτές οι παρατηρήσεις φαντάζουν γενικόλογες, ίσως αξίζει να σταθούμε σε κάποια από τα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή ετούτη. Στο «Εκτός από τη Χούλια» ο αφηγητής, προσκεκλημένος επιφανούς οικοδεσπότη, αποδέχεται το παιχνίδι του και εισέρχεται σε σκοτεινό τούνελ, επιχειρώντας μέσω της αφής να μαντέψει τα αντικείμενα που βρίσκονται σ’ αυτό, παρουσία του πρώτου και κάποιων κυριών. Ολοκληρώνοντας το διήγημα ο συγγραφέας μάς προσφέρει το κλειδί της κατανόησης: να ψηλαφίσουμε προσεκτικά, προκειμένου να απολαύσουμε. Πλην όμως η κατανόηση δεν αποτελεί -και εδώ- προϋπόθεση για την απόλαυση: Αφέσου στο σκοτάδι, χρησιμοποίησε τις αισθήσεις σου, κράτα τις κεραίες σε εγρήγορση και μη φοβηθείς να ψηλαφίσεις εκεί που δεν βλέπεις.
Οφείλω, επίσης, να σταθώ λίγο στην κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, στιγμή του βιβλίου: στο εντυπωσιακό «Οι δύο ιστορίες». Ομολογώ πως έπρεπε να το διαβάσω 3 συνεχόμενες φορές για να το αφομοιώσω (αν όχι απαραίτητα να το αποκρυπτογραφήσω). Στο εν λόγω, ο συγγραφέας γνωρίζει έναν νεαρό φέρελπι συγγραφέα που επιχειρεί να γράψει για τον έρωτά του – ξεκινά και στην πορεία σταματά, προσφέροντας το έναυσμα στον Ερνάντες να συνεχίσει ή να ξεκινήσει (ουδεμία σημασία έχει). Ο Ερνάντες χρησιμοποιεί το πλαίσιο αυτό για να μιλήσει για τη δημιουργία, για τη μνήμη και τα αντικείμενα (σημασία έχει να γράφεις και να αγαπάς – όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά).
Το πετυχαίνει με παρεκβάσεις εντός της υπόθεσης που τη διαρρηγνύουν, την αποδομούν και την εμπλουτίζουν με πάθος (οι εβόλιμες 3 ιστορίες). Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να ακολουθήσει τον ασταθή βηματισμό σε βρεγμένο έδαφος που σβήνει τόσο εύκολα όσο επώδυνα έχει δημιουργηθεί. Αν όμως σταθεί εκεί έχει χάσει το παιχνίδι, το γραπτό τού έχει ξεφύγει δια παντός. Οφείλει λοιπόν να αφεθεί, να πάρει βαθιά ανάσα και να βουτήξει στο υδαρές και διάτρητο αφήγημα που αργοσαλεύει, κυματίζει και υποχωρεί κάτω από τα πόδια του. Εκεί βέβαια, στο φευγαλέο, το απροσδιόριστο, το κρυφό σε κοινή θέα, βρίσκεται η όποια απάντηση, η κάποια λύση ενός μυστηρίου που δεν έχει σκοπό να αποκαλυφθεί, αλλά να αποτελέσει έναυσμα ανάγνωσης μακράς διάρκειας.
Κατανοώ γιατί ο Ερνάντες ενέπνευσε τους stars του Oulipo: η εμμονή με την κρυφή ζωή των αντικειμένων πιθανώς επηρέασε τον Περέκ στη «Ζωή: Οδηγίες χρήσης», σαφέστατα και τον Καλβίνο. Από την άλλη, ως θαυμαστής εμφανίστηκε ο Κορτάσαρ – διόλου τυχαία, δεδομένου ότι οι σκέψεις στα γραπτά του Ερνάντες χοροπηδούν ολόγυρα, συχνά άναρχα, με ρυθμό όμως και βηματισμό.
Κάτι εξίσου προφανές είναι ότι δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτα -θα λυπήσω ξανά τον χρησιμοθήρα αναγνώστη- για το Μοντεβιδέο ή την Ουρουγουάη από το βιβλιαράκι ετούτο. Ό,τι διαβάζουμε θα μπορούσε να έχει συμβεί σε κάποιο προάστιο της Αθήνας ή του Ρέικιαβικ (χωρίς την κατανάλωση μάτε, δυστυχώς!). Όποιος επιθυμεί να μάθει κάτι περισσότερο για τις χώρες αυτές, μπορεί να ανατρέξει σε κάποιο βιβλίο ιστορίας. Η λογοτεχνία του Ερνάντες είναι εξαίσια αυτοαναφορική, εξαιρετικά κλειστοφοβική, εξόχως αντικοινωνική και ελαφρώς μισάνθρωπη. Εν ολίγοις, πραγματική λογοτεχνία, όχι παροχή υπηρεσιών γραπτού λόγου.
Κλείνοντας το μικρό αυτό βιβλίο σκέφτηκα ότι στο τέλος του φερώνυμου διηγήματος όντως κανείς δεν εμφανίστηκε να ανοίξει τα φώτα. Μετά αναλογίστηκα πως όλα δείχνουν καλύτερα στο ημίφως, με τις σκιές, με τα αγάλματα, τα δέντρα, τα πουλιά και τα λοιπά κυήματα της φαντασίας του Ερνάντες. Αυτή είναι η ζωή που επιθυμούμε ως αναγνώστες, αυτή αναζητούμε ανοίγοντας ένα βιβλίο, σ’ αυτή επανερχόμαστε αέναα. Την άλλη, αυτή που αποκαλούν πραγματική, την αφήνουμε σε εκείνους που έχουν ανάγκη τα φώτα ορθάνοιχτα και τα μάτια κλειστά.