2666 – Ρ. Μπολάνιο

Ο Μπολάνιο δεν υπήρξε διάττων αστέρας της λογοτεχνίας. Η τέχνη του ήταν μακρά, καίτοι ο βίος του βραχύς (δικαιώνοντας μέχρι κεραίας το δημοφιλές λατινικό ρητό), χωρίς αυτό να στερήσει το έργο του από ουσία και δημιουργική πνοή. Οι λέξεις του μετρημένες μεν ως σύνολο, έχοντας δε βάρος και λόγο ύπαρξης. Πολλά θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει και να προφητεύσει για το πώς θα εξελισσόταν στην περίοδο της ωριμότητας όπου τον βρήκε το αναπόφευκτο («σκυμμένο στις σελίδες κάποιου τόμου…»). Εντούτοις, θα παραμείνουν εικασίες, αφήνοντάς μας με την ικανοποίηση που απορρέει από την ανάγνωση του μικρού σε αριθμό πλην σημαντικού καταλόγου του.

Είχα την τύχη (ή την ατυχία) να έρθω εξαρχής σε επαφή με το κορυφαίο (πιστεύω πλέον) έργο τού Μπολάνιο: τους «Άγριους Ντετέκτιβ». Μια ολοκληρωμένη, απόλυτα ισορροπημένη σύνθεση, στην οποία θα μπορούσα να ισχυριστώ πως δεν περίσσευε ούτε μία σελίδα, ένα έργο μεγαλόπνοο που μπορεί να σταθεί υπερήφανα απέναντι στους λογοτεχνικούς του προγόνους (τον γίγαντα Μπόρχες ως βασική του επιρροή, μεταξύ άλλων).

Παραληρηματική έμπνευση, αφηγηματική χορογραφία, υπερχειλίζον ταλέντο στο να εφευρίσκει ιστορίες και να τις τοποθετεί στο χαρτί με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, κι όμως αυτές να δονούνται αρμονικά και να ανθοφορούν. Να συναρμόζει στη συνέχεια αντίρροπες αφηγηματικές τεχνικές, να περιδινείται ακροπατώντας στο χάος – ένα λεκτικό χάος- πάντα όμως ελεγχόμενο, πάντα περιγεγραμμένο με ακρίβεια.

Η ανάγνωση του έργου αυτού στις κορυφαίες στιγμές της προσομοιάζει με σχήματα και χρώματα που αλλάζουν αέναα μορφή μπροστά στα μάτια του έκθαμβου αναγνώστη, εκ πρώτης ατάκτως ερριμμένα, για να τακτοποιηθούν στη συνέχεια σχηματίζοντας ένα παράδοξο ουράνιο τόξο. Αυτό που προϋποθέτει, όπως βεβαίως και κάθε σημαντικό κείμενο που σέβεται τον εαυτό του, είναι η αργή, σταδιακή αναζήτηση της απόλαυσης που κρύβεται στο επιμέρους. Εκεί, η προσεκτική ματιά σε βάθος…κειμένου αποδεικνύει πως το όλο οικοδόμημα βασίζεται σε σταθερά θεμέλια.

Αυτή η πρώτη εκρηκτική εντύπωση με οδήγησε στη συνέχεια σε άλλες 3 νουβέλες (αίφνης ο Μπολάνιο έγινε σταρ και στην καθ’ ημάς Ανατολή, με συνέπεια αλλεπάλληλες εκδόσεις έργων του). Μολονότι βρήκα και σε αυτές αρκετά σημεία αφηγηματικής ευφυίας, ως σύνολο δεν κατόρθωσαν να αρθούν στο ύψος των «Άγριων Ντετέκτιβ», αφήνοντάς με με την επίγευση της μερικής ικανοποίησης. Απέμενε το θεωρούμενο και ως magnum opus του συγγραφέα το «2666», για να ολοκληρώσω την επαφή μαζί του.

Προφανώς οι προσδοκίες ήταν εξαιρετικά υψηλές (και δεν αναφέρομαι στους αίνους των σχετικών μέσων ή τα πληθωριστικά «ευλογητός» των απανταχού παρατρεχάμενων της «κριτικής») και δικαιώθηκαν μόνο μερικώς. Εξηγούμαι αποφαντικά: τούτο το βιβλίο πάσχει τελικά από το βασικό πρόβλημα όλων εκείνων των μεγαλόπνοων έργων μεγάλης έκτασης που τελικά δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ – έστω, δεν είδαν την τελικής μορφής επιμέλεια, το πέρασμα που θα τους έκανε ο συγγραφέας τους προτού στείλει το έργο στο τυπογραφείο. Όσο κι αν -καλή τη πίστει- ο μεταφραστής επιμένει πως δεν θα άλλαζαν πολλά εν τέλει και πως κατά τον συγγραφέα αυτό θα ήταν πάνω-κάτω το τελικό αποτέλεσμα, διατηρώ τις αμφιβολίες μου.

Συγκεκριμένα, θεώρησα πως η πολυπόθητη ισορροπία -όπως την περιέγραψα πιο πάνω- σε αυτό το βιβλίο μάλλον χάθηκε. Τα 2 εναρκτήρια κεφάλαια (ιδίως το απολαυστικά Μπορχεσιανό «Οι κριτικοί» με τις λογοτεχνικές του παραδρομές, τις διακειμενικές του αναφορές, τη μετα-λογοτεχνική του εμμονή) είναι ισάξια των όποιων προσδοκιών, γεννώντας στον αναγνώστη την ανάγκη για αντίστοιχου επιπέδου συνέχεια. Στο 3ο κεφάλαιο (Φέητ) διακρίνεται μια ελαφράς μορφής στασιμότητα, για να έρθει το επόμενο κεφάλαιο, το μεγαλύτερο σε έκταση του βιβλίου, με τίτλο «Εγκλήματα» και σίγουρα το πιο αδύναμο.

Πιστεύω πως η παράθεση των αρίφνητων ονομάτων των θυμάτων με αναλυτική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο δολοφονήθηκαν εξυπηρετεί μια προφανή σκοπιμότητα όσον αφορά το πού επιθυμεί να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη ο συγγραφέας (από κοινωνική/ πολιτική σκοπιά). Από την άλλη, δεν επιτυγχάνει το ίδιο όσον αφορά το πώς υλοποιείται η πρόθεση, κάτι πολύ σημαντικότερο σε ένα λογοτεχνικό έργο (που για να είναι λογοτεχνικό δεν μπορεί να είναι μανιφέστο ή διακήρυξη). Το εν λόγω οιδαλέο κεφάλαιο πλατειάζει, χωρίς να έχει να προσθέσει κάτι σημαντικό στο όλο οικοδόμημα, τουναντίον κουράζει και αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη, έχοντας εξαντλήσει το πώς και το τι θέλει να εκφράσει, περίπου στο ήμισυ της έκτασής του.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το εξαιρετικό καταληκτικό κεφάλαιο (Αρτσιμπόλντι), το οποίο επαναφέρει το πλοίο στην πορεία του, προσφέροντας και κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα που ετέθησαν στο ενδιάμεσο. Είναι πιθανόν μερικά από αυτά να μη βρήκαν απάντηση ποτέ, και δεν γνωρίζω κατά πόσον αυτό θα μπορούσε να λυθεί με ένα τελευταίο πέρασμα ή με την κατάλληλη επιμέλεια. Από πλευράς μου δεν μεμψιμοιρώ ως προς αυτό. Έχω σταματήσει εδώ και καιρό να αναζητώ απαντήσεις στη λογοτεχνία, εστιάζοντας πρώτιστα στον αφηγηματικό τρόπο – εν ολίγοις στα ερωτήματα και στο πώς αυτά τίθενται από τον συγγραφέα.

Φοβάμαι όμως πως, σε αντίθεση με ό,τι πιθανώς συμβαίνει στη ζωή, το τελευταίο εκβάν δεν κρίνει «έκαστον των πριν υπαρξάντων». Η ζωή μπορεί να είναι όσο ανισόρροπη, ανεπίγνωστη και ανερμάτιστη επιθυμεί (στην πράξη είναι μόνο έτσι, προκειμένου να μην εκπέσει σε ημιζωή), οπότε και το τέλος ενίοτε προσδίδει κάποιο θετικό ή αρνητικό πρόσημο στο προηγηθέν βιωμένο διάστημα. Τούτο όμως φοβάμαι πως δεν ισχύει στην περίπτωση της τέχνης, όπου η αρμονία, η ισορροπία των μερών εξ ων συντίθεται, η εσωτερική συνέχεια και συνέπεια του όλου (όσο άναρχο κι αν φαντάζει εκ πρώτης) καθορίζουν εν τέλει την ποιότητα, το κατά πόσον το έργο ξεπερνά τους φραγμούς τού θνησιγενούς εγχειρήματος με ημερομηνία λήξης, διερχόμενο προς αθανάτους.

Δεδομένου αυτού, θα απέφευγα να κατατάξω το «2666» ως την κορυφαία στιγμή του μεγάλου συγγραφέα Μπολάνιο, αποδίδοντας την τιμητική αυτή πρωτιά στους «Άγριους Ντετέκτιβ». Γνωρίζω βεβαίως πως η πλειονότητα φίλων και αναγνωστών θα διαφωνήσουν μαζί μου, αλλά αυτό είναι απολύτως θεμιτό και…συγγνωστό. Κλείνοντας, θα προέτρεπα όλους να διαβάσουν αυτό βιβλίο, το οποίο μου προσέφερε ώρες αναγνωστικής απόλαυσης και εν συνεχεία να εξοργιστούν, πιθανώς, με το ότι κάποιος μεμψίμοιρος (και το «γραφικός» έχει τεθεί σε…διαβούλευση) αναγνώστης «διύλισε τον κώνωπα» ακόμα μία φορά, αφήνοντας να του διαφύγει το μείζον (η αίσθηση), εστιάζοντας στο μερικό (δομή). Αυτή όμως η αντιπαράθεση (στην οποία βρίσκομαι εδώ και κάποια χρόνια με τον εαυτό μου και με άλλους καλούς βιβλιο-φίλους) δεν θα βρει εδώ τη λύση της.

ΥΓ.

Ο εξαιρετικός μεταφραστής Κ. Ηλιόπουλος δεν χρειάζεται τη δική μου αναγνώριση προφανώς. Εντούτοις, διέκρινα κάποια προβλήματα επιμέλειας, χαρακτηριστικότερο των οποίων είναι το ακόλουθο: Σε κάποια αναφορά στα έργα του Κάφκα παρατίθεται η «Μεταμόρφωση» και η…»Δοκιμασία»! Αδιανόητο λάθος. Απορώ μάλιστα που δεν έχει ήδη επισημανθεί.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s