Εξ αφορμής, σκέψεις για το έργο του Χ. Τζέιμς
Οι 11 ιστορίες που περιέχονται στον τόμο αυτόν περιλαμβάνουν κείμενα των απαρχών τής λογοτεχνικής καριέρας του Χ. Τζέιμς εκτεινόμενα ως τα στερνά του. Οφείλω εξαρχής να ξεκαθαρίσω ότι οι ανθολογημένες αφηγήσεις, στην πλειονότητά τους, δεν θεωρώ ότι ανήκουν στις κορυφαίες στιγμές του Τζέιμς, δεδομένου πως αυτές έχουν ήδη κυκλοφορήσει στα ελληνικά (αναφέρομαι σε διηγήματα και νουβέλες). Τούτο δεν σημαίνει πως ως λογοτεχνική παρακαταθήκη (ή συμπλήρωμα κενών για τους πιστούς του ακολούθους) δεν οφείλουν να διαβαστούν από ένα εγγράμματο κοινό προς άγραν τέρψης αναλλοίωτης από τον χρόνο.

Τίποτα πολυκαιρισμένο δεν θα βρει ο κατανυκτικός αναγνώστης εδώ, τίποτα που να μυρίζει κλεισούρα ή ναφθαλίνη. Η υψηλή λειτουργία της τέχνης, εκπορευόμενη από το Πνεύμα του Συγγραφέα, κατακλύζει τις σελίδες του βιβλίου κι αναζητά το κοινό της. Ετούτο το πεπαιδευμένο στην ποιοτική λογοτεχνία κοινό θα εντοπίσει και θα απολαύσει στις σελίδες του όλα εκείνα που αποτελούν τον ιδιαίτερο τρόπο του Τζέιμς: τουτέστιν τη λατρεία της λεπτομέρειας, το πάθος για την αισθητική τελειότητα και την ανάγκη να εκφραστεί λεκτικά το μη εκπεφρασμένο. Ακόμα, την απέχθειά του για όσο εκφέρονται ρητά και πρόδηλα, αφαιρώντας το πέπλο της λογοτεχνικής «συστολής» που δίνει το απαραίτητο βάθος πεδίου στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις.
Στη λογική αυτή, ο συγγραφέας δοξολογεί το υπόρρητο και το συγκεκαλυμμένο, επιλέγοντας να το φέρει έμμεσα στο φως με τον τρόπο των αρχαιολόγων: κομμάτι-κομμάτι τη φορά, πόντο-πόντο με το βουρτσάκι κι όχι με εκσκαφέα. Η λογοτεχνική αλήθεια δεν κρύβεται για τον Τζέιμς στην αποκάλυψη, αλλά στη συγκάλυψη, είναι ένα βήμα τη φορά σε δύσβατο μονοπάτι σκιερού αλσυλλίου, όχι τροχασμός σε ηλιόφωτο τοπίο που τα πάντα καταυγάζονται και γυμνώνονται ανοίκεια.
Ο Τζέιμς είναι ένας συνεσταλμένος συγγραφέας, αλλά κι ένα εξωστρεφές κοινωνικό ον – ένας γοητευτικός χαρακτήρας που πέρασε τη ζωή του σε κοσμικά σαλόνια παρατηρώντας και καταγράφοντας άπαντα τα ανθρώπινα. Ταυτόχρονα, ως δημιουργός αυτή τη φορά, περνούσε στο ημίφως τη ζωή του, μακριά από των ανθρώπων τη συναναστροφή για να δημιουργήσει, να δώσει ζωή στο έργο του σε τέλεια απομόνωση. Εκεί στον χώρο δημιουργίας του ο Τζέκιλ έδινε το προβάδισμα στον Χάιντ, με την εσωστρέφεια να αναλαμβάνει τα ηνία.
Ο συγγραφέας έγραφε και ταυτόχρονα έχτιζε γέφυρες και τείχη με τάφρους γύρω από τα πονήματά του. Γέφυρες προς όλους εκείνους που προσέρχονται μυσταγωγικά, με περίσσια υπομονής, ποτέ όμως παθητικοί δέκτες εύπεπτων αληθειών, αργόσχολων αναγνώσεων. Οι λέξεις του, οι σελίδες του απαιτούν οίστρο αναγνωστικό, πάθος και όρεξη, ώστε να διαπεράσουν το πρώτο εμπόδιο της εμμεσότητας και του κρυπτικού ύφους που ανθίσταται στη ρέουσα, ανοϊκή απορρόφηση λέξεων από οκνηρούς οφθαλμούς αποκομμένους από εξίσου οκνηρό εγκέφαλο.
Για όσους πάλι αδυνατούν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων (λόγω αναγνωστικής ανωριμότητας κυρίως), θα βρεθούν μπροστά σε ένα τείχος που εμποδίζει βάναυσα κάθε προσέγγιση. Ο Δάσκαλος δεν καλλωπίζει και δεν λειαίνει, καθιστώντας τη σχοινοβασία αδύνατη. Δεν είναι τυχαίο που οι αρνητικές αντιδράσεις του κοινού απέναντι σε ένα αξεπέραστο δείγμα υπαινικτικής γραφής όπως το «Στρίψιμο της βίδας» κινούνται σε δύο επίπεδα: Αφενός άγχος κατανόησης του «τι έγινε τελικά» (αυτή η κατάρα του αγγλικού whodunit που εκθεμελιώθηκε ως κακή λογοτεχνία από το αμερικανικό noir), χάνοντας την ουσία της τέχνης του Τζέιμς: το ΠΩΣ χτίζεται γραμμή τη γραμμή το αφήγημα (αυτό κι όλα τα άλλα!), δίχως τίποτα περιττό ή παράταιρο περνώντας από το αποστακτήριο της υψηλής αισθητικής. Αφετέρου, η δεύτερου είδους αντίδραση του σύγχρονου νέο-αναλφάβητου κοινού διαγράφει μονοκοντυλιά το όλο εγχείρημα ως… παλαιμοδίτικη λογοτεχνία, η οποία είναι πλέον απηρχαιωμένη και «δείχνει τα χρόνια» της. Επ’ αυτού δεν θα ήθελα να επιμείνω, διότι δεν το επιτρέπει η αστική μου ευγένεια.
Συγκεφαλαιώνοντας, η περιπέτεια της ανάγνωσης – για να είναι περιπέτεια και όχι α-νόητη ψυχαγωγία, «μετείκασμα της εργασιακής διαδικασίας»- συχνά απαιτεί πνευματική εγρήγορση, ενεργητική παρουσία, περιπάθεια από τον μετέχοντα στην αμφίδρομη αυτή διαδικασία. Το ερώτημα παραμένει: Πώς ένα σύγχρονο κοινό εθισμένο στην καθηλωτική για τις αισθήσεις, πανταχού παρούσα, φωτεινή οθόνη, η οποία προϋποθέτει την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια ευνοώντας το φευγαλέο, το επιδερμικό, το πτερόεν, θα προσεγγίσει ένα κείμενο που απαιτεί ακριβώς το αντίθετο; Ένα κείμενο που σαν αρχέγονη προφητεία επιστρέφει αέναα μέσα στον χρόνο, δεν επιδεικνύεται πρόστυχα στις ευπώλητες λίστες, δεν προκαλεί για να προσκαλέσει, έχοντας αντέξει στα πυρά του χρόνου, καραδοκώντας για να μαγέψει νέους αναγνώστες.
Το έθεσε αδευτέρωτα ο ίδιος ο Δάσκαλος: «Δουλεύουμε στα σκοτεινά – κάνουμε ό,τι μπορούμε, δίνουμε ό,τι έχουμε. Οι αμφιβολίες είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το έργο μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης».