Γαλάζια φλέβα – Ρ. Μακντόναλντ

Η ανθρώπινη κατάσταση, ιλαρή και τραγική ομού, αποτελεί την πρώτη ύλη της μυθιστορηματικής δημιουργίας για τους απανταχού ταλαντούχους χειριστές του γραπτού λόγου. Συνθήκη ικανή -πλην όχι αναγκαία- της αφήγησης αποτελεί και το έγκλημα ήδη από την εποχή του έμμετρου λόγου. Ο φόνος, η εκδίκηση και οι συνακόλουθες ενοχές, το αιματηρό συμβάν ως αφετηρία «πράξεως σπουδαίας και τελείας» συνετέλεσαν στην παραγωγή αριστουργηματικών κειμένων που διαπέρασαν με την εντέλειά τους το πεπερασμένο κύκλο ζωής του έργου και του συγγραφέα τους.

Δεν είναι διόλου τυχαίο πως οι κορυφαίοι του noir -άμεσοι επίγονοι της δραματικής παράδοσης lato sensu- χρησιμοποιούν αυτό το όχημα. Το noir παραμένει πρώτιστα αφηγηματικό είδος και δεν είναι διόλου τυχαίο που οι μετρ του είδους έχουν αναγορευτεί σε μέγιστους στιλίστες. Ως εκ τούτου δεν είναι η πλοκή, η δράση και οι ανατροπές (όχι πως δεν υπάρχουν κι όλα αυτά) που ορίζουν και οριοθετούν το noir, αλλά ένα συγκεκριμένο ύφος που το καθιστά -στις καλύτερες των περιπτώσεων- λογοτεχνικό είδος, διακριτό και, κατά τη γνώμη μου, υπέρτερο των λοιπών αστυνομικών, θρίλερ κλπ.

Εκεί που οι συγγραφείς των τελευταίων πασχίζουν να περιπλέξουν τις υποθέσεις και τον αναγνώστη τους, φορτώνοντας τις πολυσέλιδες δημιουργίες τους με ετερόκλιτα στοιχεία δημοσιογραφικής έρευνας, ιστορίας, ψυχολογίας, αρχαιολογίας, πολιτικού ακτιβισμού και δεν συμμαζεύεται, το άξιο λόγου noir στέκεται μακριά από όλα τούτα που στόχο τους έχουν να «νερώσουν» το αποτέλεσμα.

Ο noir συγγραφέας σπανίως πλατειάζει (Ελρόι εξαιρουμένου), σπανίως παρασύρεται σε περιγραφές, σχολιασμούς, άμεσες καταγγελίες. Ο ήρωας μένει σχεδόν πάντα στο παρασκήνιο αφήνοντας τις πληγωμένες ψυχές που βρίσκει στον δρόμο του να αφηγηθούν τις αλήθειες τους που είναι σχεδόν πάντα ψέματα – όχι απαραίτητα εσκεμμένα, κυρίως διότι οι άνθρωποι πρώτιστα ψεύδονται στον εαυτό τους. Είναι ο ιδανικός παρατηρητής (όπως κι ο συγγραφέας εξάλλου), το private eye που επισκοπεί τα ανθρώπινα πάθη, τις αδυναμίες, τα ελαττώματα των παραβατικών, των πενθούντων, των εγκληματιών και των θυμάτων τους, όλων εκείνων που διέρρηξαν τους δεσμούς τους με το κοινωνικό σύνολο.

Ο ντετέκτιβ (εν προκειμένω ο Λιου Άρτσερ) δεν είναι επικριτικός αλλά και δεν αποστασιοποιείται, όντας ο ίδιος μέρος του προβλήματος και της λύσης. Και είναι ετούτη η επαμφοτερίζουσα στάση που διασώζει το noir από την καταγγελία. Ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του αποφεύγει τους προβολείς, το κέντρο της σκηνής, εκεί που το τοπίο «καίγεται». Παρατηρεί -μόνιμα παρατηρεί- από την κρυψώνα του και σε στιγμές ανασηκώνει τα στόρια και ρίχνει μια ματιά από τις χαραμάδες στις ανθρώπινες φιγούρες που περνούν από μπροστά του «…πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους».

Δεν το πράττει όμως ως «δίκης οφθαλμός» που θα αποφανθεί για τα αμαρτήματα των μετεχόντων στην ανθρώπινη κωμωδία που σπαράγματά της (ισόποσα τραγικά/ κωμικά) μεταφέρονται στις σελίδες των κορυφαίων του noir. Αυτή η στάση που συχνά εκλαμβάνεται ως κυνισμός, είναι το ώριμο απόσταγμα της πικρής παραδοχής των ηττημένων της ζωής αυτής, των παριών, των λοξών, όλων εκείνων που σε πείσμα του διαρκούς προτάγματος για επιτυχία αποτυγχάνουν – κάθε φορά και καλύτερα.

Ο Ρος Μακντόναλντ δεν κομπάζει, δεν παραληρεί, δεν κραδαίνει το μαστίγιο του αγκιτάτορα για να κατακρίνει το «Αμερικανικό όνειρο», εστιάζοντας σε όλες εκείνες τις αερολογίες που καθιστούν εύκολο το έργο των απανταχού οκνηρών κριτικών (αν το αρχέγονο κακό είναι η Αμερική, ξεμπέρδεψες σε 2 προτάσεις και ικανοποιημένος επιστρέφεις αλαζονικά στην τακτοποιημένη και σίγουρα προνομιούχα ύπαρξή σου). Το «όνειρο» κι ο εφιάλτης, το γνωρίζει καλά, συναποτελούν την ανθρώπινη συνθήκη. Η κόλαση είναι μεν οι άλλοι αλλά, ταυτόχρονα ,είναι μια εσωτερική κατάσταση, τα όρια του εαυτού, οι συνεχείς διαψεύσεις, οι πικρίες και ο πόνος που συνοδεύει την ύπαρξή μας σε κάθε βήμα.

Η, ευκαιρίας δοθείσης, υπόθεση της «Γαλάζιας φλέβας» είναι συνοπτικά η εξής: Η κλοπή ενός πίνακα από το σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας αποτελεί το έναυσμα της δράσης, οπότε ο ντετέκτιβ Λιου Άρτσερ καλείται να εξιχνιάσει το έγκλημα. Η παρουσία του από μόνη της είναι ο καταλύτης που θα δημιουργήσει αναταράξεις στο καθωσπρέπει περιβάλλον, φέρνοντας στην επιφάνεια θραύσματα του παρελθόντος, χαίνουσες πληγές όπου εξ αποστάσεως χρονικής και τοπικής (ετερο)καθορίζουν τη ζωή των εμπλεκομένων σε ένα ταξίδι πόνου και βίας.

Η «Γαλάζια φλέβα» αποτελεί την επιτομή της κοσμοθεωρίας και -ακόμα σημαντικότερο- της αφηγηματικής τέχνης του Μακντόναλντ, ενσωματώνοντας πινελιές ποίησης στην αστυνομική πλοκή. Η οποία πλοκή, εν προκειμένω, εκτεινόμενη από το παρόν στο παρελθόν είχα την αίσθηση πως παρακολουθούσε τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα, αντί να αποτελεί την προτεραιότητά του. Τούτο αποτελεί για μένα τη μέγιστη απόδειξη συγγραφικής δεινότητας σε αυτό που αποκαλούμε genre: η προσχηματική πλοκή αποσύρεται συχνά στο παρασκήνιο και ο προβολέας μας εστιάζεται στον χειρισμό του υλικού, στον μαέστρο που κατευθύνει τη δράση και δίνει τις οδηγίες.

Αν με το πέρας των ετών έχω συχνά αλλάξει πορεία στις αναγνωστικές μου προτιμήσεις, παραμένω εισέτι θαυμαστής του noir. Η σκοτεινή πλευρά του απείρου της αστυνομικής λογοτεχνίας αποτελεί πρώτιστα αισθητική επιλογή και στα χέρια άξιων δημιουργών δεν φοβάται να ανασκαλέψει το χθαμαλό, να φωτίσει το ταπεινό και να δοξάσει το αιώνιο.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s