Το μάτι – Β. Ναμπόκοφ

Μολονότι ως πρώιμο δείγμα γραφής δεν αγγίζει το μεγαλείο του ύστερου Ναμπόκοφ, το «Μάτι» είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τον βασικό κορμό του έργου του συγγραφέα. Κοντολογίς, πιστό στην ξεχωριστή οπτική του, η οποία αντιμετώπιζε τη σύνθεση μυθιστορημάτων ως γρίφους, κάτοπτρα στημένα με ευφυή τρόπο ώστε να αντανακλούν κάθε φορά μικρές στιγμές αλήθειας (ποτέ ολοκληρωμένες), παρακινώντας, συχνότερα απαιτώντας, από τον αναγνώστη ενεργητική παρουσία σε όλη την έκταση του κειμένου.

Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως τα βιβλία του Ναμπόκοφ είναι ένα τάνγκο που χορεύεται από δύο. Μπορεί το σχόλιο να ακούγεται κοινότοπο, καθότι αυτό θεωρητικά ισχύει για κάθε βιβλίο, εντούτοις είναι κάτι που οι ελάσσονες συγγραφείς δείχνουν να ξεχνούν ολοκληρωτικά, καταφεύγοντας στην πεπατημένη, την εύκολη λύση: υποβάλλουν στον αναγνώστη τις ιδέες τους, ευνουχίζουν τη δημιουργική του φαντασία, προσφέρουν ολοκληρωμένους χάρτες πορείας, εμμέσως κολακεύοντας τη ματαιοδοξία και την οκνηρία του.

Σταθερά εγκεφαλικό και υπαινικτικό δεν επιτρέπει -εκούσια- στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον ήρωά του (τον Ρώσο εμιγκρέ Σμίροφ), ο οποίος παραμένει εξαρχής και ως το τέλος σταθερά βυθισμένος στην Γκρίζα Ζώνη, μια ουδέτερη περιοχή ημιζωής όπου μόνο μυθιστορηματικά κυήματα κατοικούν ανέμελα. Ο συγγραφέας αποφεύγει έτσι τον σκόπελο του διδακτισμού (πόσο πολύ τον απεχθανόταν!), καθώς ο ήρωάς του δεν αποτελεί υπόδειγμα καμίας ηθικής αξίας πλην της αισθητικής, με την οποία τον έχει περιβάλει ο δημιουργός του.

Ως εκ τούτου, είναι εξίσου δύσκολο για τον φέρελπι, πλην οκνηρό αναγνώστη, να λάβει τον λόγο, με το πέρας, και να ξεκαθαρίσει με δύο-τρεις καλοζυγισμένες κουβέντες «περί τίνος πρόκειται», τι θέλει να πει ακόμα και τούτο το μικρής έκτασης μυθιστόρημα. Ο μεταφραστής προτείνει μεν κάποιες ερμηνείες, πλην όμως εκπροσωπούν περισσότερο εκείνον παρά τον συγγραφέα. Οι κρίσεις του αποτελούν ενδείξεις ψευδαισθήσεων μεγαλείου του κρίνοντος: θαυμάστε το πώς ΕΓΩ, ως άλλος Μωυσής τόλμησα να κοιτάξω τη φλεγόμενη βάτο και εν συνεχεία κατέβηκα από το όρος για να αποκαλύψω σε εσάς τους ταπεινούς αναγνώστες τις Αλήθειες του συγγραφέα. Εξίσου προφανές ότι το αυτό ισχύει και για τον γράφοντα, με τη διαφορά πως επιθυμεί να τοποθετήσει τον εαυτό του στην κατηγορία των πληβείων της ανάγνωσης και όχι των πατρικίων της κριτικής.

Στο επίμετρο, λοιπόν, διαβάζουμε για την «πρωτοκαθεδρία της όρασης», για το πώς ο Σμίροφ αποτελεί το πρότυπο του «θεατή» που παραμένει παθητικός και δεν δρα ποτέ. Καμία αντίρρηση επ’ αυτών. Αυτά και κάποια άλλα γενικά συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε κατά τη διάρκεια, αλλά αυτά αφορούν μόνο εκείνους που περιμένουν να ανακτήσουν κάτι μετρήσιμο, απτό, χρήσιμο, αμέσως μόλις κλείσουν την τελευταία σελίδα του βιβλίου. «Διάβασα, κατανόησα, άρα υπάρχω!».

Ευτυχώς για εμάς τους λοιπούς, το όποιο νόημα δεν συμπυκνώνεται, δεν συρρικνώνεται και σπάνια φωτίζεται με τον προβολέα της κατανόησης στις καταληκτικές παραγράφους. Τουναντίον, βρίσκεται κερματισμένο σε όλη την έκταση του κειμένου, σε κάθε παράγραφο και ενίοτε πρόταση – ένα χωράφι σπαρμένο με άνθη που δεν είναι άμεσα ορατά παρά αναδίδουν το άρωμά τους, προδίδοντας την παρουσία τους αποκλειστικά σε εκείνους που είναι διατεθειμένοι να σταθούν και να γονατίσουν στο έδαφος.

Ο ήρωας του «Ματιού» παραμένει αφερέγγυος από την αρχή ως το τέλος, η ταυτότητά του ασαφής, ο ρόλος του διφορούμενος. Ο συγγραφέας, όπως σχεδόν σε όλα του τα έργα, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, παίζει με τις βεβαιότητές του, τον παρακινεί να συλλογιστεί παρά να αφεθεί – ακόμα καλύτερα να αφεθεί αφού έχει αναρωτηθεί «τι κείται πού», γιατί ο συγγραφέας επιλέγει τον τρόπο αυτόν και όχι τον άλλον. Η αβεβαιότητα είναι το διακύβευμα, αυτή η μικρής έκτασης δόνηση που συντελείται στη σπονδυλική στήλη του αναγνώστη, υπεύθυνη για την απαιτούμενη ζεύξη με τον συγγραφέα.

Αφότου ο αναγνώστης παραιτηθεί από την επίπλαστη ανάγκη του να συμπεριλάβει με μια ματιά το όλον, να ταυτιστεί συναισθηματικά, και να ολοκληρώσει με περισσή αυτο-ικανοποίηση την ανάγνωση, τότε μόνο θα μπορέσει να απολαύσει το απαράμιλλο ύφος του Ναμπόκοφ. Και όταν σταδιακά θα έρθει η ώρα που όλα τα κομμάτια θα μπουν στη θέση τους, θα έχει κερδίσει όχι μόνο την απλουστευμένη και γι’ αυτό προσωρινή απόλαυση της κατανόησης, αλλά πολλαπλούς οργασμούς αφηγηματικής ηδονής καθ’ όλη την έκταση του κειμένου.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s