Δεν υπάρχει, κατά την άποψή μου, λογοτεχνία του οίκτου. Δεν νοείται ανάγνωση που να απαιτεί εκ προοιμίου από τον αναγνώστη τη διαμεσολάβηση ενός συναισθήματος (όσο υψηλό κι αν κρίνεται αυτό), με το οποίο θα εμβαπτιστεί στην… κολυμπήθρα της αναγνωστικής μέθεξης, προκειμένου να απολαύσει το λογοτεχνικό έργο. Στη λογική αυτή, τα πάθη μιας φυλής, ενός λαού, ενός φύλου, δεν αποτελούν αιτίες ανάγνωσης, αν και σίγουρα συνιστούν αιτίες έμπνευσης.

Αυτός είναι κι ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν είχα ως τώρα ασχοληθεί με το έργο της Μόρισον, και δη με το κατά κοινή ομολογία κορυφαίο βιβλίο της, την «Αγαπημένη». Με διακατείχε ο φόβος πως επρόκειτο για ένα ακόμα μυθιστόρημα σχετικά με το άχθος της δουλείας, καταγγελίας των δεινών, μιας ακόμα πολεμικής. Έχοντας διαβεί τον Ρουβίκωνα προς ένα πιο ώριμο (για τα δικά μου πάντα δεδομένα) στάδιο ανάγνωσης, έχω ως αρχή να αποφεύγω όλα εκείνα τα έργα μυθοπλασίας που εκ πρώτης επιβάλλονται με το βάρος του θέματός τους, αφήνοντας τον τρόπο, την αφήγηση, σε δευτερεύουσα μοίρα. Και, αλήθεια, πόσο μεγάλη βαρύτητα έχει η δουλεία (δεύτερη, ίσως, σε σχέση με το Ολοκαύτωμα)…
Δηλώνω, ευθαρσώς, ευτυχής που διαψεύστηκα στην προκειμένη περίπτωση. Μολονότι το βιβλίο αυτό φέρνει το ανείπωτο βάρος της αφρο-αμερικανικής κληρονομιάς του, δεν στηρίζει στο γεγονός αυτό την αξία του. Δεν εκμεταλλεύεται το θέμα του για να επιβληθεί στον αναγνώστη -εκείνον που προσέρχεται απεκδυόμενος την εσθήτα του οπαδού/ ιδεολόγου/ πιστού εγκόσμιας ή υπερκόσμιας θρησκείας. Τουναντίον η συγγραφέας κυριαρχεί με τρόπο άξιο θαυμασμού στο υλικό της, ενώ «περισσότερη τιμή της πρέπει» δεδομένου πως γράφει για γεγονότα και καταστάσεις φανερά επίπονες, για τραύματα και πληγές χαίνουσες που έχουν αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα τους στη ζωή του λαού της.
Επίμοχθο έργο να μιλήσεις και να περιγράψεις τον ζόφο όντας εντός του, να καλλωπίσεις τη φρίκη με λογοτεχνικό περίβλημα, να μην αφήσεις το συναίσθημα να κατακλύσει τον λόγο (το βασικό μειονέκτημα των ησσόνων γραφιάδων), να παρακάμψεις την ευκολία που προσφέρει η εύκολη ταύτιση του παθητικού αναγνώστη με την πορνογραφική περιγραφή του φυσικού πόνου, το οφθαλμόλουτρο που περιλαμβάνει το βασανιστήριο, το οποίο τέρπει δια της αποστροφής που υφέρπει στα βάθη. Εκεί που ένας κατώτερης αξίας συγγραφέας θα στεκόταν με κοντινές λήψεις στη φρίκη, αναλύοντας διεξοδικά τον πόνο και τα αποτελέσματά του για να υποκλέψει το δάκρυ, την οργή, την αγανάκτηση ή την ενοχή του αναγνώστη, η Μόρισον αλλάζει πορεία προς άλλους, ακραιφνώς λογοτεχνικούς λειμώνες.
Παγώνει τη δράση τη στιγμή που επίκειται η έκρηξη, στομώνει το μαχαίρι όταν έχει ήδη καρφωθεί στο ασπαίρον σώμα, παίρνει (παρέα με τον αναγνώστη) βαθιά ανάσα και την κρατάει ώρα όσο το σώμα ασφυκτιά κάτω από το παγωμένο νερό, αναζητώντας εκείνη τη λύτρωση που επίκειται αλλά δεν έρχεται, την κραυγή που δεν βγαίνει παρά ως υποτονθορυσμός, την κορύφωση που ματαιώνεται διαρκώς. Η συγγραφέας δεν καλλιεργεί την ένταση σελίδα τη σελίδα, δεν κλιμακώνει τη στιγμή, δεν ωθεί στην κορύφωση τη δράση. Διακόπτει συνεχώς τη χρονική ροή της αφήγησης, με μικρά άλματα στο παρελθόν, ανασύροντας τραυματικές αναμνήσεις, τις οποίες χρησιμοποιεί λογοτεχνικά με τρόπο καθηλωτικό.
Ο αναγνώστης έρχεται σταδιακά σε επαφή με την ιστορία της πρωταγωνίστριας Σήθ, της κόρης της Ντένβερ και του δολοφονημένου από τα χέρια της ίδιας μάνας της Αγαπημένης, το παρόν και το παρελθόν εναλλάσσονται, με σποραδικές εκρήξεις χαμηλής ισχύος, με μικρά θραύσματα αποκαλύψεων που δεν γίνονται «μετά βαΐων» εν είδει θεαματικής αποκάλυψης, αλλά εμφιλοχωρούν στη ροή της αφήγησης – σταδιακές μικρές κλιμακώσεις, σαν πιτσιλιές αίμα σε λευκό καμβά.
Ο τρόπος αυτός αρμόζει άψογα στο καλλιτεχνικό όραμα της Μόρισον, καθώς της επιτρέπει να προσφέρει σε βάθος ό,τι «χάνει» από την πρόσκαιρη ηδονή της έντασης που κορυφώνεται μεν στιγμιαία, ξεθυμαίνει δε ταχύτερα. Τουναντίον, η περιοδική αποκάλυψη, αυτά τα ψήγματα ωμού ρεαλισμού, ο υπομονετικός αναγνώστης τα νιώθει μέσα του ως μαχαιριές σε μη ζωτικά σημεία και όχι ως καίρια θανατηφόρα πλήγματα, τα οποία τον αφαιμάσσουν αργά αλλά σταθερά, επιτρέποντάς του να φτάσει αργά και οδυνηρά στο τέλος, καθώς η συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς το coup de grâce που θα τον λυτρώσει. Η αίσθησή μου ήταν πως η Μόρισον -εκούσια ή ακούσια δεν μπορώ να το γνωρίζω- επιθυμεί να «βασανίσει» τον αναγνώστη της. Αμβλύνοντας το ρεαλιστικό πλαίσιο, αποσκοπεί στη βαθύτερη συνειδητοποίηση του δράματος που εκτυλίσσεται μπροστά του, στην καταβύθισή του στο σκοτάδι της εποχής, των ψυχών, της φρίκης του «Homo homini lupus».
Εν τέλει, αυτός είναι ο τρόπος της λογοτεχνίας, της φέρουσας με υπερηφάνεια τον τίτλο αυτόν, εφόσον επιθυμεί να παραμείνει καίρια, επίκαιρη και κλασική, προσεγγίζοντας ένα κοινό πέραν του χώρου και του χρόνου όπου συντελούνται τα επί της σελίδας δρώμενα. Διότι τι είναι εκείνο που θα υποχρεώσει τον αναγνώστη του παρόντος και του μέλλοντος να αφιερώσει τον πολύτιμο χρόνο του σε ένα κείμενο, αν όχι η βαθύτερη τέρψη που προέρχεται από την αισθητική απόλαυση του αφηγηματικού ύφους του συγγραφέα; Η «Αγαπημένη» προτάσσει την καλλιτεχνική της υπόσταση στον παμφάγο χρόνο, υπενθυμίζοντάς μας συνεχώς πως πρόκειται περί έργου μυθοπλασίας, όπου όσα ιστορούνται αποτελούν κυήματα φαντασίας της δημιουργού του (σε αυτό βοηθάει ιδιαίτερα η παρουσία-φάντασμα της νεκρής Αγαπημένης) και όχι ρεαλιστική /ιστορική καταγραφή υπαρκτών γεγονότων.
Συμπερασματικά, η «Αγαπημένη» δεν είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα διότι περιγράφει τα δεινά της σκλαβιάς και τις τραυματικές επιπτώσεις της, είτε μεμονωμένα στις ανθρώπινες ψυχές είτε στο συλλογικό φαντασιακό μιας ολόκληρης χώρας. Ούτε βέβαια διότι τοποθετεί στο στόχαστρο τη διπλή (και ιστορικά τεκμηριωμένη) φρίκη τού να είσαι σκλάβα και ταυτόχρονα γυναίκα σε έναν ρατσιστικό και ανδροκρατούμενο κόσμο που σε καταφρονεί και για τις δύο σου ιδιότητες. Η «Αγαπημένη» αρδεύεται και με τη σειρά της τροφοδοτεί τον μέγα ποταμό της λογοτεχνίας, χάρη στον ιδιαίτερο, αυθεντικό τρόπο αφήγησης της Μόρισον. Από τον πηλό της πραγματικότητας, του βιωμένου δράματος, πλάθει έναν απόλυτα φανταστικό, μαγικό κόσμο όπου το όνειρο, η δράση, οι χαρακτήρες διαλέγονται με τον αναγνώστη, όχι υποβάλλοντάς του ιδέες και απόψεις, αλλά βυθίζοντάς τον στην κινούμενη άμμο της αφήγησης. Κι αυτή είναι μια απόλαυση σπάνια και πολύτιμη, την οποία δεν θα μπορέσουμε να ξεπληρώσουμε ποτέ στη συγγραφέα.