Επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας της μικρής αυτής συλλογής διηγημάτων, θυμήθηκα κάποιους λόγους για τους οποίους η βορειοαμερικανική λογοτεχνία είναι η μόνη σύγχρονη λογοτεχνία που με ελκύει (πάντα με εξαιρέσεις). Ο βασικότερος όλων είναι πως, σε αντίθεση με τη λεγόμενη σύγχρονη ευρωπαϊκή (άλλη γενίκευση του marketing, για να συνεννοούνται οι κριτικοί μεταξύ τους) δεν είναι δήθεν, δεν διαγκωνίζεται απέλπιδα να φανεί «κουλτουριάρικη», παραπέμποντας αποτυχημένα στους Μεγάλους του Κανόνα.

Στα καλύτερά της είναι βιωματική και γνωρίζει πώς να αφηγείται μια ιστορία, με την οποία ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί σε πρώτο επίπεδο. Αυτού του είδους η λογοτεχνία (το αυτό ισχύει και για το σινεμά) δεν φοβάται την ενσωμάτωση στοιχείων της λαϊκής κουλτούρας, τα οποία παρεισφρέουν τεχνηέντως στο corpus της. Η γοητεία της προκύπτει εξ αυτού: δεν τους επιτρέπει να διαβρώσουν την ουσία της, την αφηγηματική της επάρκεια, την καλλιτεχνική της αυτονομία, αλλά να ριζώσουν όντας αναφαίρετα τμήματα της συνολικής οπτικής του δημιουργού που κινεί τα λεκτικά νήματα.
Έγκειται στη συνέχεια στον φέρελπι αναγνώστη να «ακροαστεί», καταρχάς, την σε πρώτο επίπεδο φαινομενική απλή (διόλου απλοϊκή) ιστορία και στη συνέχεια, εφόσον το επιθυμεί, να αδράξει το νυστέρι και να το χρησιμοποιήσει προκειμένου να διαπεράσει τα στρώματα λίπους που εμποδίζουν την πληρέστερη ενσυναίσθηση και σύνδεση με το αμιγώς καλλιτεχνικό όραμα. Για τους λόγους αυτούς, «Η γενναιοδωρία της γοργόνας» προσφέρει έντονες στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης. Συνεχιστής μιας υπερήφανης παράδοσης λιτών εκφραστικών μέσων του πρωθιερέα Χέμινγουεϊ και εν συνεχεία μεγάλων συγγραφέων (Ρ. Κάρβερ), ο Ντένις Τζόνσον (μαθητής του Κάρβερ και ο ίδιος) εκπλήσσει ευχάριστα.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησα την πορεία του συγγραφέα καθώς διέκοπτε συχνά τη λιτή αφήγηση με… εμβολές γνήσιας ποιητικής έξαρσης, σε σημεία που το προσωπικό βίωμα έδινε τη θέση του σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Ο συγγραφέας έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του, χωρίς να πλατειάζει στιγμή, κάνοντας αυτό που οι Αμερικανοί ομότεχνοί του έχουν μάθει με τα χρόνια να επιτυγχάνουν άρτια, βάζοντας το «άλογο μπροστά από το κάρο». Τουτέστιν, τα όποια νοήματα/ συνδηλώσεις/ στοχασμοί/ κ.ο.κ. προκύπτουν αβίαστα «εκ του Πατρός εκπορευόμενα» (όπου «Πατέρας» η εσωτερική αναγκαιότητα της αφήγησης) και δεν αποτελούν αυτοσκοπό που καλύπτει την απουσία δομικής επάρκειας και ισορροπίας εκφραστικών μέσων. Για να το θέσω ακόμα πιο…κομψά, το γεγονός πως μπορώ και αναλύω εδώ με εμπεριστατωμένο τρόπο τις ελλείψεις, τα μειονεκτήματα ή τα πλεονεκτήματα ενός βιβλίου δεν με καθιστά επουδενί συγγραφέα (έστω δυνάμει). Κάτι τέτοιο απαιτεί πολλά περισσότερα, βασικότερο εκ των οποίων είναι η ισορροπία των επιμέρους στοιχείων που προανέφερα.
Ας επανέλθω όμως στη «Γενναιοδωρία». Σε αυτού του τύπου την αφήγηση, δεν προκύπτουν ισχυρές συναισθηματικές αποφορτίσεις ούτε σε ένταση ούτε σε διάρκεια, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να εμπλακεί περισσότερο εγκεφαλικά παρά συναισθηματικά. Τούτο όμως επιτελείται με «φυσικό» τρόπο κι όχι με λεκτικές υπερβολές, περικοκλάδες αφηρημένων σκέψεων, ακροβασίες φιλοσοφικών στοχασμών και συμπυκνωμένης αφήγησης, οι οποίες φαντάζουν ματαιόδοξα ανούσιες (αν δεν είσαι Μούζιλ, Μαν, Φόκνερ, Τζόυς, Προυστ κ.ο.κ.). Εν προκειμένω, αυτό που φαίνεται να ενοχλεί τους εξ Ευρώπης ορμώμενους σχετικά με την «ανιστορικότητα» και τον «αμερικανοκεντρισμό» των συναδέλφων τους από τις ΗΠΑ (λες και κάθε ικανός συγγραφέας δεν μιλάει, διαμέσου της τέχνης του, αποκλειστικά για τον εαυτό του και τις επινοήσεις του), είναι εκείνο που διασώζει τους τελευταίους από τη μετριότητα του επιγόνου μιας κληρονομίας καθηλωτικής (αχ, εκείνη η αγωνία της επίδρασης…), μιας φαντασίωσης πατροκτονίας που διαρκώς αναβάλλεται.
Εξίσου σταθερή είναι και η επανάληψη του κλασικού μοτίβου περί ρωγμής του «Αμερικάνικου ονείρου» σχεδόν σε κάθε κριτική που κυκλοφορεί εκεί έξω και… σέβεται τον εαυτό της. Προϋπήρχε της εποχής μου και συνεχίζει ακάθεκτα, αποτελώντας την αναμενόμενη επωδό σε κάθε βιβλίο ή ταινία «Made in the USA». Οκνηροί κριτικοί εφηύραν τη «ρετσινιά» (καταπώς η ιδεοληπτική φαντασία τους την ερμηνεύει) και έκτοτε την απολαμβάνουμε, αντί συγκεκριμένων επιχειρημάτων ανταποκρινόμενων αποκλειστικά στο υπό κρίση έργο τέχνης, σχεδόν κάθε φορά. Η πολιτική σκοτώνει την πρωτοτυπία και τη φαντασία, συμπαρασύροντας με τον απλοϊκό μανιχαϊσμό της και την τέχνη. Ας είναι…
Λυπάμαι που θα πρωτοτυπήσω, αλλά η «Γενναιοδωρία» δεν αποτελεί κριτική του Αμερικανικού ονείρου! Αν προσέλθετε περιμένοντας καταγγελτικό λόγο που θα επιβεβαιώνει αυτό που ήδη πιστεύετε, φοβάμαι πως θα απογοητευτείτε. Αυτό δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας δεν στέκεται κριτικά απέναντι στο υπάρχον. Κανένα έργο τέχνης άξιο λόγου δεν αρκείται στην απλή περιγραφή και αποδοχή του βιωμένου παρόντος. Ο δημιουργός υφίσταται κυρίως ως άρνηση, αντιπαρατιθέμενος διαρκώς και ενεργητικά στο κοινωνικό σύνολο και τις δομές του που τον καθυποτάσσει και τον φυλακίζει με τις επιταγές του και τις προσδοκίες του, όπου Γης. Ακόμα περισσότερο, σφαδάζει δέσμιος στα δεσμά του χρόνου, δεσμά αόρατα και επομένως συντριπτικά.
Εκείνο που σίγουρα βοά δια της παρουσίας του στο μικρό αυτό βιβλίο είναι η κραυγή του διανοούμενου (που δεν επαίρεται μέσω των ιδεών του, αλλά αφήνει την τέχνη του να μιλήσει αντ’ αυτού), καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την κόλαση που είναι ο εαυτός του και συνακόλουθα οι άλλοι. Είναι το ποτό, είναι οι ουσίες, είναι η αναπόφευκτη φθορά και το κενό, είναι το χαλινάρι της αναγκαιότητας που ο καλλιτέχνης το βιώνει ως προσωπική ήττα και μην μπορώντας να στρέψει την οργή του προς τα έξω, την εσωτερικεύει αυτοκαταστροφικά – «Τα πάντα, αλλά όχι η επιβίωση!» Είναι, τέλος, η αέναη μάχη ενάντια στους δαίμονές του, οι συνεχείς οπισθοχωρήσεις, οι αψιμαχίες που προς στιγμήν κερδίζει και, βέβαια, ο πόλεμος που από καιρό έχει χάσει.
Αυτή είναι όμως η ομορφιά της τέχνης του Τζόνσον και όλων εκείνων των ηττημένων της ζωής – των νικητών της τέχνης. Το γεγονός πως έριξαν πετονιά στα κατάβαθα της ύπαρξής τους, και ό,τι ανέσυραν, όσο μιαρό και χθαμαλό και ερεβώδες, το μετέτρεψαν σε λόγο, σε δημιουργία και το επέδειξαν δημόσια ως τρόπαιο, ως καθρέφτη. Εκεί απέναντι, δίπλα, στεκόμαστε εμείς οι αναγνώστες, θεώμενοι την ασκήμια και το κάλλος τού να είσαι ατελές ανθρώπινο όν, και έστω για λίγο, όσο κρατάει το γύρισμα μιας σελίδας, απολαμβάνουμε τα δώρα που μας χαρίζει άπλετα η «γενναιοδωρία της γοργόνας».
Θα το κάνω άμεσα 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!