Χαμένες ψευδαισθήσεις – Ον. ντε Μπαλζάκ

Τι μπορεί, αλήθεια, να προσφέρει ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα στο κοινό τού 21ου, εκτός από αναγνωστική έπαρση, καθότι ο Μπαλζάκ είναι ένας «Κλασικός», «Αναγνωρισμένος», «Μεγάλος», «Απαιτητικός» συγγραφέας και ο καλούμενος «σοβαρός αναγνώστης» υποχρεούται να συμπεριλάβει κάποια από τα σημαντικότερα έργα του στη βιβλιοθήκη του; Η προσφιλέστερη σε κοινό και κριτικούς απάντηση είναι πως οι «Χαμένες ψευδαισθήσεις» αποτελούν «εξαίρετη τοιχογραφία της εποχής της Παλινόρθωσης στη Γαλλία».

Η άρρητη -αλλά και προφανής ταυτόχρονα- λογική της απάντησης αυτής είναι εξαιρετικά προβλεπόμενη: Διαβάστε το βιβλίο και πληροφορηθείτε για τη ζωή των ανθρώπων της εποχής, για τις συνθήκες διαβίωσης, τις κοινωνικές σχέσεις, το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο. Ολοκληρώνοντάς το, θα έχετε ΜΑΘΕΙ (η λέξη-κλειδί) κάτι αντικειμενικό και μετρήσιμο, δεδομένου πως η άλλη απάντηση στο «Γιατί;» εμπεριέχει τη διφορούμενη και γι’ αυτό παρακινδυνευμένη και παρεξηγήσιμη αισθητική και μόνο απόλαυση – έννοια ξεκάθαρα υποκειμενική, μιας και «η ομορφιά έγκειται στο μάτι του παρατηρητή». Και δεδομένου πως ο παρατηρητής είναι ταυτόχρονα και καταναλωτής/ πελάτης, τότε «Νόμος είναι το δίκιο του πελάτη».

Βεβαίως, οπισθόφυλλα και κριτικές δεν παραλείπουν να βγάλουν και κάνα δεκάρικο περί του απαράμιλλου ύφους του Μπαλζάκ, πάντα όμως σε συνδυασμό με την επιδραστικότητά του στους επιγόνους, όπως και -εξίσου σημαντικό- για το πόσο ΣΥΓΧΡΟΝΟ παραμένει το έργο του στην εποχή μας. Εντούτοις, φοβάμαι, το έργο του Μπαλζάκ δεν έχει να προσφέρει απολύτως κανένα ΜΑΘΗΜΑ /δίδαγμα για την εποχή του. Επιπλέον, είναι μεν σύγχρονο, όχι όμως με τη χύδην έννοια που του αποδίδεται – τουτέστιν, να καθησυχάσει τον αναγνώστη πως θα ανταμειφθεί ανακαλύπτοντας παραλληλισμούς με τη δική του εποχή, σημεία πρόσφυσης, εν ολίγοις κάτι οικείο που θα τον παρηγορήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής του πλεύσης. Δεν είναι τυχαίο πως ο αναγνώστης που προσέρχεται στις «Χαμένες ψευδαισθήσεις» με τέτοιες βλέψεις, θα διαψευστεί οικτρά και θα εγκαταλείψει το βιβλίο σύννους.

Οφείλω όμως να περάσω από την άρνηση (τι δεν είναι ο Μπαλζάκ), στη θέση (γιατί να τον διαβάσω;). Ας θέσουμε τα πράγματα σε μια απόλυτα υποκειμενική, αλλά ξεκάθαρα αισθητική βάση. Ο Μπαλζάκ δεν μιλάει για την εποχή του και την Παλινόρθωση, τουλάχιστον δεν είναι αυτός ο βασικός του στόχος. Ο Μπαλζάκ, όπως κάθε συγγραφέας άξιος λόγου, πλάθει μύθους, ποιεί θαύματα, όντας μυθοπλάστης και θαυματοποιός. Όπερ σημαίνει ότι εκφράζει αποκλειστικά τον εαυτό του, στήνοντας έναν θαυμαστό νέο κόσμο εκ του μηδενός, βασισμένο προφανώς στα υλικά της πραγματικότητας (της εποχής του), αλλά με την απολύτως προσωπική οπτική του που εστιάζει σε επιλεγμένα σημεία. Το να βαυκαλιζόμαστε πως κατανοούμε την εποχή της Παλινόρθωσης μέσω του Μπαλζάκ, απλά προσβάλλει και την Ιστορία και τη Λογοτεχνία.

Διαβάζοντας τις «Χαμένες ψευδαισθήσεις», ερχόμαστε σε επαφή και κατανοούμε κάτι πολύ ουσιαστικότερο: τον δημιουργικό οραματισμό του συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο στρέφει τον εσωτερικό του οφθαλμό στο εξωτερικό περιβάλλον, απορροφώντας παραστάσεις, βιώματα, εν εξάρσει ακροαζόμενος τον ρουν της ζωής όπως την αντιλαμβάνεται. Και πώς στη συνέχεια χρησιμοποιεί τον αρχετυπικό -μα άμορφο- αυτόν πηλό για να πλάσει την ολόδική του πραγματικότητα, να δημιουργήσει την ολόδική του γαλλική επαρχία, το αποκλειστικά δικό του Παρίσι, τους ξεκάθαρα φανταστικούς του χαρακτήρες. Κι όλα αυτά να φαντάζουν άκρως ρεαλιστικά, άκρως πιθανά, μα ταυτόχρονα να μην αποτελούν παρά κατασκευές, δημιουργίες, σκιές της ζείδωρης φαντασίας ενός ανθρώπου.

Η αλήθεια είναι πως το έργο του Μπαλζάκ είναι ένα μικρό οικοσύστημα, με τη δική του χλωρίδα και πανίδα. Με τους χώρους και τους ανθρώπους του, με τις σχέσεις εξουσίας, με τις ελπίδες και τις διαψεύσεις τους, με τα πάθη και τις επιθυμίες, ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, δουλεμένο όμως στην παραμικρή του λεπτομέρεια, ώστε να φαντάζει άκρως ρεαλιστικό και πραγματικό. Η εποχή είναι εκεί, τα κτίρια, οι δρόμοι, τα καταστήματα, όλο το περίτεχνο σκηνικό έχει προετοιμαστεί μέχρι κεραίας. Απαραίτητη συνθήκη, προκειμένου να τοποθετήσει τους ήρωες /ηθοποιούς του εντός τους, να τους δώσει πνοή, και να τους κατευθύνει στις ατομικές τους μοίρες που διαπλέκονται για να απομακρυνθούν στη συνέχεια, να δώσουν τη θέση τους σε άλλους χαρακτήρες με τη σειρά τους. Μια ζωή σε κίνηση, μια περιδίνηση χαρακτήρων, πεπρωμένων, χορογραφημένα όμως στην εντέλεια από τον Μαέστρο Μπαλζάκ.

Τούτο ακριβώς θαυμάζουμε στο έργο του συγγραφέα, επομένως, και είναι εκείνο που φαντάζει στον αναγνώστη της εποχής μας ως σύγχρονο: το πώς ο δημιουργός χρησιμοποιεί την έμπνευσή του για να απομυζήσει από το πρωτογενές υλικό της πραγματικότητας της εποχής του το μεδούλι, το μείζον, αυτό που εκείνος κρίνει ως άξιο περιγραφής και λόγου (και το οποίο δεν είναι καθόλου απαραίτητο να ταυτίζεται με εκείνο των υπολοίπων). Και τι κάνει στη συνέχεια; Χρησιμοποιεί τη συγκολλητική ουσία της αφηγηματικής του τέχνης για να πλάσει το μείγμα, εμφυσώντας ζωή στο μηδέν, μετατρέποντας το κάρβουνο σε διαμάντι. Ως δια μαγείας, η πλαστική του τέχνη αφαιρεί την πατίνα του χρόνου, την εξόφθαλμη επικαιρότητα του κειμένου, τα βαρίδια εκείνα που το τραβούν στο παρόν, που το γειώνουν στο πεπερασμένο. Αυτό που απομένει είναι η άχρονη (και γι’ αυτό απόλυτα σύγχρονη) τέχνη της αφήγησης.

Δεν υπάρχει κάτι καταφανώς πρωτότυπο στο κεντρικό θέμα της ανόδου και της πτώσης του ήρωα. Από την εποχή της Αρχαίας Τραγωδίας ήδη, το κοινό ανά τους αιώνες έρχεται τακτικά σε επαφή με την έννοια της ύβρεως, των ανθρωπίνων πεπραγμένων τα οποία επισύρουν την μήνιν των Θεών, της ειμαρμένης, της ζηλοφθονίας, των εσωτερικών ορίων κ.ο.κ. Η πρωτοτυπία έγκειται στο Πώς ο Μπαλζάκ αφηγείται την ιστορία του νεαρού ήρωα, περιγράφοντας τη λαχτάρα της κοινωνικής του ανόδου, της ανάγκης του να διακριθεί με κάθε τίμημα. Ενός ανθρώπου αρνούμενου να βεβαρυνθεί συνειδησιακά, όντας επηρμένος και αποφασισμένος να επιτύχει ανεξαρτήτως κόστους.

Η δυσήνια ορμή του θα τον μεταφέρει από την επαρχιακή πόλη καταγωγής του στην πρωτεύουσα, στο κέντρο της Βαβυλώνας, για να ζήσει εκεί το προσωπικό του «Παρισινό όνειρο». Την ταχεία άνοδο ακολουθεί προφανώς η πτώση, καθώς το ηθικό αντίβαρο δεν είναι επαρκές για να μετριάσει ή να καθοδηγήσει τον ταλανισμένο ήρωα, ο οποίος συρρικνώνεται ταυτόχρονα με την περιστασιακή και προσωρινή του φήμη. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη είναι αναπόφευκτη, όσο αναπόφευκτη και η πτώση όσων αγαπημένων προσώπων υπέκυψαν στη γοητεία του και πίστεψαν στις ανούσιες υποσχέσεις του.

Και η ιστορία εξελίσσεται αργά μεν, μεθυστικά δε, με τον μαέστρο να επιτηρεί και να ελέγχει καταλεπτώς τις κινήσεις των πρωταγωνιστών, τον τρόπο με τον οποίο κινούνται στον χώρο και στον χρόνο, αποδίδοντας κίνητρα, προβάλλοντας σκέψεις, αναδεικνύοντας το φως -όταν πρέπει- και πνίγοντας στο σκότος τις ψυχές όταν η εσωτερική αναγκαιότητα του κειμένου το απαιτεί.

Και το εντελές έργο σμιλεύεται σταδιακά μπροστά στα μάτια του υποψιασμένου αναγνώστη: ο κορμός σχηματίζεται, τα άκρα προβάλλουν, οι αδρές γωνίες λειαίνονται, το πρόσωπο, τέλος, ενσαρκώνεται. Μια βαθιά ανάσα και τα μάτια ανοίγουν. Fiat lux….

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s