Κήνσορες και θεράποντες / Τζόκερ

Ξεκαθαρίζω εξαρχής πως δεν πρόκειται να προσθέσω τη δική μου άποψη για την ταινία, δεδομένου πως όσοι προηγήθηκαν έχουν καλύψει το θέμα επαρκέστατα. Θα σταθώ, ωστόσο,  σε κάτι διαφορετικό που έχει περισσότερο να κάνει με την αναγνωστική οπτική, παρά με την αμιγώς κινηματογραφική.

Υπάρχει ένα βιβλίο που καθόρισε εν πολλοίς τα φοιτητικά μου χρόνια, αλλά και τη μετέπειτα αισθητική μου. Το βιβλίο αυτό είναι το «Κήνσορες και θεράποντες» του Ουμπέρτο Έκο, το οποίο καταγίνεται με την κριτική της λεγόμενης Μαζικής Κουλτούρας, με τρόπο πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής που γράφτηκε. Θυμίζω πως η ενασχόληση με τη λεγόμενη παραλογοτεχνία, την Επιστημονική Φαντασία, το noir και τα κόμικς από τους διανοούμενους, από πανεπιστημιακούς καθηγητές, την ελίτ του πνεύματος εν γένει, γινόταν σε γενικές γραμμές είτε αποστασιοποιημένα είτε χλευαστικά, όποτε βέβαια κάτι από αυτά διαπερνούσε προς στιγμήν το σιδηρούν παραπέτασμα της αδιαφορίας.

Ιδίως δε η ευρωπαϊκή διανόηση είχε ένα λόγο παραπάνω να καταφέρεται ενάντια στη Μαζική Κουλτούρα, την οποία αντιμετώπιζε ως την «αιχμή του δόρατος» του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ (κύριος εκφραστής της). Αυτή η συχνά ιδεοληπτική και εμπαθής ανάλυση (βλ. Ζαν Μποντριγιάρ) απέτρεπε την εις βάθος ανάλυση και την ενασχόληση με το φαινόμενο, ως ανάξιο λόγου, αντιπαραθέτοντας την Υψηλή στη λαϊκή κουλτούρα.

Όταν λοιπόν ο Ο. Έκο, ως καθηγητής Σημειωτικής, αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο, δέχθηκε αρχικά αρκετές επιθέσεις, καθότι η ενασχόληση με κάτι τόσο μιαρό (και αμερικανικό – ακόμα και οι διανοούμενοι μπορεί να είναι, εκλεπτυσμένα, ρατσιστές) δεν άρμοζε στο ύφος και τη status του. Καίτοι η ανάλυση στο εν λόγω βιβλίο παραμένει αιχμηρή, δίχως να χαρίζεται σε τίποτα και σε κανέναν, εντούτοις ο αναγνώστης θα διακρίνει ψήγματα συμπάθειας, νοσταλγική προσέγγιση σε εφηβικές μνήμες αγνής απόλαυσης, όπου ο σπουδαίος διανοούμενος αφήνει -έστω προσωρινά- τη θέση του στον απλό αναγνώστη που ψυχαγωγείται αβίαστα.

Εν μέσω αυτής της κριτικής προσέγγισης, για να επανέλθω στη σύνδεση με το «Τζόκερ», υπάρχουν και κάποιες σελίδες ανάλυσης των λεγόμενων υπερ-ηρωικών κόμικς της εποχής, με τα οποία ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά αυστηρός. Μεταξύ άλλων, η κριτική του επικεντρώνεται σε ένα απλό και εκπληκτικά προφανές γεγονός: Πώς γίνεται να διαθέτεις τις υπερδυνάμεις του Superman και να υπερασπίζεσαι το δίκαιο και τους αναξιοπαθούντες από τη μία, αλλά να αδιαφορείς για τη συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στους λίγους, για την απληστία και τις αιτίες που προκαλούν τα όποια κοινωνικά δεινά, σε τελική ανάλυση για οτιδήποτε σχετίζεται με ευαίσθητα ζητήματα απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης;

Ο Έκο αποδίδει την απουσία στον εγγενή συντηρητισμό των δημιουργών των mainstream κόμικς της εποχής, εστιάζοντας στο ταμπού της ατομικής ιδιοκτησίας που δεν επιτρέπεται να θιγεί ή γενικότερα σε ό,τι μπορεί να παραπέμπει έστω και ακροθιγώς σε ταξική κυριαρχία. Ο Κακός όταν δεν σκότωνε, έκλεβε (χρήματα, πολύτιμα αντικείμενα) και ο Καλός τον έπιανε και επέστρεφε τα κλοπιμαία στον νόμιμο ιδιοκτήτη του, κλείνοντάς τον φυλακή, μέχρι να δραπετεύσει και ο κύκλος να επαναληφθεί αέναα.

Προφανώς η κριτική του Έκο (και όχι μόνο) ήταν πολύ σωστή, για την εποχή της. Η ζωή έχει, εντούτοις, τον δικό της τρόπο να επιβεβαιώνει και συνήθως να διαψεύδει τις προβλέψεις των ανθρώπων (όσο ευφυείς κι αν είναι αυτοί). Η επάρατος Μαζική Κουλτούρα επέδειξε μεγάλη αντοχή, επεκτείνοντας την επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την άλλη, μπολιάστηκε με τη δημιουργικότητα και την πρωτότυπη σκέψη μεγάλου αριθμού δημιουργών που έσπευσαν να τη γονιμοποιήσουν ακόμα και με ετερόκλιτα υλικά, προσβάσιμα μέχρι πρότινος στους πατρικίους της Υψηλής Κουλτούρας.

Απόδειξη αυτού, οι σημαντικές καινοτομίες στον χώρο των κόμικς, τα οποία έχουν εδώ και καιρό βιώσει την ενηλικίωσή τους, ασχολούμενα με, μέχρι πρότινος, απαγορευμένα θέματα, πολιτικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής και κοινωνικής φύσης. Το αυτό συνέβη και κατά τη μεταφορά τους στον χώρο της 7ης τέχνης, όπου εδώ και κάποια χρόνια διακρίνουμε το μπόλιασμά τους με «σοβαρές» θεματικές και προβληματισμούς. Θεωρώ δε πως, αν όχι σημείο καμπής, τουλάχιστον επί του παρόντος επιστέγασμα της σε εξέλιξη διαδικασίας είναι το «Τζόκερ» του Τοντ Φίλιπς. Όχι τόσο όμως για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάδειξη του ψυχολογικού τραύματος και νοσημάτων σε κεντρικό θέμα της ταινίας, αλλά κυρίως για το πώς το πολιτικο-κοινωνικό στοιχείο συνυφαίνεται άρρηκτα με το προσωπικό δράμα του ήρωα.

Η ταινία βάζει στο στόχαστρό της απροκάλυπτα το επικρατούν οικονομικό μοντέλο, μέσα από μια αυστηρά ταξική οπτική, μη αφήνοντας στιγμή τον θεατή να ξεχάσει (και να ξεχαστεί) το «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» που τεχνηέντως υποβάλει ο σκηνοθέτης (καθόλου τυχαίες οι πλείστες αναφορές στον «Ταξιτζή» τού Σκορσέζε). Ο Φίλιπς ενσκήπτει σφόδρα στη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, στην ταξική επίθεση των αδηφάγων κυρίαρχων τάξεων στους παρίες του συστήματος, στην αποψίλωση των κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών (ολωσδιόλου άχρηστες στα προνομιούχα στρώματα), αλλά και στον αγαπημένο αστικό μύθο της φιλάνθρωπης και καλοπροαίρετης ανώτερης τάξης που εκπροσωπείται από τον πατέρα Γουέιν.

Σε μια ενδιαφέρουσα σεναριακή ανατροπή, ο μεγιστάνας παραμένει παντελώς αδιάφορος απέναντι σε μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων. Το σενάριο όμως προχωράει ένα βήμα πιο πέρα, χρησιμοποιώντας έναν ακόμα αγαπημένο, ολιγαρχικό, μύθο της προνομιούχου τάξης και των απολογητών της: Εκείνον που θεωρεί ως άξιο τον πλούσιο (πλούσιος γιατί άξιος ή άξιος επειδή πλούσιος;) και ως ανάξιο τον φτωχό που επιβουλεύεται τα δίκαια προνόμια του πρώτου (η ισότητα ως αίσθημα ζηλοφθονίας επί των χρηστών τάξεων), ο οποίος ως άξιος και εξ αυτού πλούσιος, οφείλει να άρχει αυτοδικαίως επί των πολλών.

Επιπροσθέτως, ο πόλεμος των τάξεων, όπως περιγράφεται στην ταινία πάντα, σοβεί και σταδιακά ξεσπά με σφοδρότητα προς το τέλος, οπότε και συνδέεται άμεσα με τη «συνειδητοποίηση» του ήρωα. Ο φόνος μπροστά στην κάμερα (το θέαμα ως βρόχος που τυλίγεται γύρω από τους θεράποντές του), οι μαζικές εξεγέρσεις, η τυφλή και ασυνείδητη βία των περιθωριακών μαζών που στρέφονται ενάντια σε κάθε μορφή κυριαρχίας και επίσημης εξουσίας, όπου ταυτόχρονα έλκονται από μια φιγούρα (δεν πρόκειται καν περί προσώπου) ανάγοντάς τη σε ηγέτη της, ενώ ο ίδιος ο χαρακτήρας του Τζόκερ δηλώνει κάθε στιγμή πόσο αδιαφορεί για τα πολιτικά ζητήματα. Προφανώς, οι δηλώσεις αυτές δεν έχουν καμία σημασία για «της Γκόθαμ τους κολασμένους» που αντιδρούν με την κτηνώδη βία του εγκλωβισμένου στο κλουβί ζώου. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται εσαεί…

Δεν έχει σημασία να υπερασπιστώ ή να αρνηθώ την ιδεολογική οπτική του σκηνοθέτη. Πρόκειται τελικά για ένα έργο τέχνης που επιλέγει να ακολουθήσει αυτή κι όχι μια άλλη πορεία. Το ενδιαφέρον για μένα, συγκεφαλαιώνοντας, είναι πως η ταινία ανοίγει έναν γόνιμο διάλογο, οδηγώντας στις αίθουσες ένα κοινό που μέχρι πρότινος άκουγε DC και Marvel και απέστρεφε το πρόσωπό της. Δεν τολμώ να εικάσω τι άποψη θα είχε ο ίδιος ο Έκο για την ταινία, εντούτοις έχει σίγουρα ενδιαφέρον να δούμε κατά πόσον το σημαντικό αυτό βήμα θα έχει συνέχεια και σε ποια κατεύθυνση.  

Advertisement

7 σκέψεις σχετικά με το “Κήνσορες και θεράποντες / Τζόκερ

  1. Να τα λέμε κι αυτά! Φώτισες εξαιρετικά το περιβάλλον που γέννησε και διαμόρφωσε τον πρωταγωνιστή της ταινίας(όπως μας το παρέδωσε ο σκηνοθέτης) αλλά και των…απανταχού θεατών της. Εν μέσω άλλων..

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s