Παράσιτα – Μπονγκ Τζουν-χο

Στον κινηματογραφικό κόσμο του Μπονγκ Τζουν-χο, η έννοια του παρασιτισμού πόρρω απέχει από το να αποτελεί αξιολογική κρίση, πλην μόνο μια απλή διαπίστωση. Η λούμπεν οικογένεια, η οποία αποτελεί τον βασικό πρωταγωνιστή της ταινίας αυτής, δεν περιγράφεται αρνητικά ούτε βέβαια και θετικά. Ο κόσμος τους είναι εκείνος του κοινωνικού βυθού όπου κατακλύζεται από λύματα (ο χώρος διαβίωσής τους δεν είναι καθόλου τυχαίος) και εξεμεί τα πανούργα πλάσματά του, τα οποία επιχειρούν να ανέλθουν κοινωνικά μέσω πλαγίων μεθόδων.

Την ίδια στιγμή ο ξενιστής τους, η πλούσια οικογένεια της ανώτερης τάξης προσφέρεται προς εκμετάλλευση από τους πληβείους, οι οποίοι όντες ασυνείδητοι ταξικά, πλην όμως με ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, μηχανεύονται τρόπους να εισέλθουν στον μαγικό κόσμο της προνομιούχου τάξης. Τα παράσιτα προσελκύονται και προσκολλώνται σε μια τάξη που είναι η ίδια παρασιτική – το «γιατί αυτοί κι όχι εμείς» αιωρείται τεχνηέντως από τον σκηνοθέτη, δεδομένου πως οι πολυμήχανοι προλετάριοι «παίζουν στα δάχτυλα» τους αφελείς εκπροσώπους της ελίτ.

Το πρώτο μισό περίπου της ταινίας περιγράφει τη διαδικασία προσέγγισης των δύο κόσμων διακωμωδώντας τη, με γερές δόσεις ειρωνείας, κάτι που ιδίως οι έχοντες γνώση της πραγματικότητας στη Ν. Κορέα θα βρουν εξόχως διασκεδαστικό. Στη συνέχεια όμως, το κωμικό στοιχείο δίνει σταδιακά τη θέση του στο δράμα. Οι «άκακοι» πλην καγαθοί Ελόι κρύβουν χωρίς να το γνωρίζουν στα κελάρια της αφθονίας τους τους υπάνθρωπους Μόρλοκς – αναπόφευκτο, καθότι είναι το ίδιο το σύστημα που δημιουργεί, εκτρέφει, αναπαράγει τα παράσιτά του, όπως αφήνει ο σκηνοθέτης να εννοηθεί.

Και η έκρηξη δεν αργεί, με τα ταξικά ασυνείδητα παράσιτα να συνειδητοποιούν πως βρίσκονται εν μέσω πολέμου και να αντιδρούν με τον μόνο τρόπο που τα πληγωμένα ζώα μπορούν όταν βρεθούν στη γωνία: με τη βία! Οι προνομιούχοι ως το τέλος αδυνατούν να κατανοήσουν προφανώς σε τι έφταιξαν, τι κακό έκαναν, το γιατί και το πώς των αντιδράσεων των συνανθρώπων τους. Το απορημένο βλέμμα του πάτερ φαμίλια όταν πέφτει νεκρός από το χέρι του ανθρώπου που -θεωρεί- πως ευεργέτησε είναι απολύτως ενδεικτικό.

Και η οικογένεια των παρασίτων επιστρέφει στον βούρκο που ανήκει (και με την ελπίδα πως θα επανακάμψει τροπαιούχος την επόμενη φορά), με τη διαφορά πως στον ίδιο τον χώρο που απετέλεσε το πεδίο της μάχης, στην έπαυλη, και συγκεκριμένα στα υπόγειά της, παραμένει ζωντανό και ενεργό το παράσιτο-δολοφόνος, στοιχειώνοντας εσαεί το όνειρο της αστικής ευμάρειας.

Και τίποτε φυσικά από τα προηγηθέντα δεν θα είχε σημασία (οποιαδήποτε ανάλυση αφ’ εαυτήν είναι ανάξια λόγου), καθότι στην τέχνη είναι το ύφος που έχει πρώτιστα αξία. Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης προτιμά να κινηματογραφεί χωρίς να κάνει κήρυγμα, μην προσβάλλοντας το κοινό του όντας διδακτικός, μηδέ χρησιμοποιώντας την ευκολία του συναισθήματος για να προσφέρει απλοϊκή ταύτιση με τους ήρωές του. Τουναντίον παίζει με τις γκρίζες ζώνες, αποφεύγει τις ευκολίες, αλλά ταυτόχρονα δεν αναλώνεται σε διανοουμενίστικες αναλύσεις (σε αντίθεση με τους «γερασμένους» Ευρωπαίους σκηνοθέτες), προσφέροντάς μας ένα μεστό έργο, το οποίο δικαίως βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο -παροπλισμένο- Φεστιβάλ των Καννών.

2 σκέψεις σχετικά με το “Παράσιτα – Μπονγκ Τζουν-χο

Σχολιάστε