Όχι πως έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, αλλά από πολιτιστικής (και άρα λογοτεχνικής) πλευράς είμαι άνθρωπος του Κέντρου (ένα να τα ελέγχει όλα!) και όχι της Περιφέρειας. Ο Κανόνας είναι πρώτιστα ο Δυτικός και οι λοιποί ήσσονες κανόνες απλά εμπλουτίζουν τον έναστρο ουρανό της Λογοτεχνίας, «πάλ’ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε», χωρίς να διαταράσσουν την υπερκόσμια ηρεμία και τάξη των Προφητών αυτής.

Το εν λόγω μυθιστόρημα ανήκει ξεκάθαρα στην περιφέρεια. Προέρχεται και αναφέρεται στην αφρικανική ήπειρο από Αφρικανό συγγραφέα. Ομολογώ λοιπόν πως υπό κανονικές συνθήκες θα το…απέφευγα, καθότι ο χρόνος μου είναι περιορισμένος και δεν έχω την πολυτέλεια να τον αναλώνω σε κάτι που δεν ανήκει ξεκάθαρα στο Κέντρο (το «τσεκούρι» του Κάφκα κλπ.), αν δεν εμφανιζόταν σε μια σειρά από σημαντικές λίστες κορυφαίων έργων λογοτεχνίας (αυτή είναι από τις πλέον αξιόλογες, θεωρώ).
Αγαπώ τις λίστες, τα έχω ξαναπεί (μα και τις προτάσεις ανθρώπων που εκτιμώ). Βοηθούν έναν ράθυμο αναγνώστη (εμένα) να κόψω δρόμο, να κατευθυνθώ σε ασφαλή νερά. Ικανοποιούν το αίσθημα ψυχαναγκασμού μου και είναι εν τέλει ένας οδηγός – επιλογής και μόνο, όχι τελικής άποψης για την αξία του όποιου έργου. Αυτή είναι απόλυτα προσωπική και δεν αλλάζει, ακόμα και ο ίδιος ο Μπλουμ και ο Στάινερ να παρουσιαστούν, θέτοντάς με προ των ευθυνών μου!
Αρκετά όμως με τις εισαγωγές. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου μού προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα (θετικά κυρίως), καθότι ούτε οι λίστες διαψεύστηκαν ούτε όμως και η…συγκεντρωτική άποψή μου περί Κέντρου. Ξεκινώντας, το 1ο μέρος του μυθιστορήματος μου φάνηκε αδιάφορο, εξαιτίας της απλότητας ύφους που επέλεξε ο συγγραφέας εκουσίως. Προφανώς ένας άνθρωπος που ζει στη ζούγκλα και περιγράφει τη ζωή του, τους μύθους, τις παραδόσεις της φυλής του (αλλά και των άλλων) δεν μπορεί να μιλά επιτηδευμένα, αυτό είναι απολύτως κατανοητό, αλλά από ένα σημείο και μετά η απλότητα αυτή καταντάει παιδαριώδης και, στα μάτια μου, αδιάφορη.
Ευτυχώς το 2ο και ιδίως το 3ο μέρος της ιστορίας αναπληρώνουν σημαντικά το χαμένο έδαφος. Ο συγγραφέας αποφεύγει εντέχνως τους όποιους γραφικούς συναισθηματισμούς για τους «κακόμοιρους τους μαύρους και τους κακούς λευκούς αποικιοκράτες», κάτι που θα προσέθετε το έργο του σε εκείνη την τεράστια συνομοταξία φολκλορικών βιβλίων με…μήνυμα. Βιβλία που οι καταγγελίες περισσεύουν και η αφηγηματική τεχνική δεινοπαθεί στα χέρια μετριοτήτων που επιθυμούν να συγκινήσουν ένα ενοχικό πρωτοκοσμικό κοινό με τα δεινά των αναξιοπαθούντων. Κακή λογοτεχνία, εν ολίγοις.
Ο συγγραφέας, ευτυχώς, δεν πέφτει σε αυτή την ευκολία, σε αυτή την παγίδα, διατηρώντας μια εντυπωσιακή αποστασιοποίηση, δημιουργώντας αντιπυρικές γκρίζες ζώνες, μακριά από απλουστεύσεις. Φτάνοντας στο τέλος, αυτό που αποκομίζει ο προσεκτικός αναγνώστης είναι μια αίσθηση ματαιότητας, όπου τα πρόσωπα του δράματος (λευκοί, μαύροι ομού) αδυνατούν να φτάσουν σε οποιαδήποτε συνεννόηση, καθώς οι φραγμοί της γλώσσας, των εθίμων, του modus vivendi εν συνόλω, είναι ανυπέρβλητοι. Τίποτε δεν μπορεί να οδηγήσει στην ποθούμενη αλληλοπεριχώρηση τους ανθρώπους άλλου χρώματος, οι οποίοι απομονωμένοι στο δικό τους μικροσκοπικό σύμπαν αντιμετωπίζουν με καχυποψία, με οίηση και απέχθεια το αλλότριο. Η σύγκρουση μοιάζει αναπόφευκτη και… τα πάντα γίνονται κομμάτια.
Όχι, αυτό το βιβλίο δεν ανήκει, πιστεύω, στα Αριστουργήματα του Κανόνα. Όχι, η ανάγνωσή του δεν αλλάζει την αισθητική μας αντίληψη, φωτίζοντας κάποιο κρυφό μονοπάτι μέχρι πρότινος αχαρτογράφητο. Είναι όμως απολύτως ειλικρινές και επιτυχημένο ως προς το ότι εναρμονίζει ιδανικά το αφηγηματικό ύφος με το περιεχόμενό του, ενώ το πέρας του αφήνει μια αίσθηση ολοκλήρωσης, την οποία πολλά σύγχρονα βιβλία, πολύ πιο ογκώδη, περίτεχνα και μεγαλεπήβολων προθέσεων αδυνατούν να επιτύχουν.