«Ιδιοφυΐα είναι η μη συμβατικότητα» δηλώνει εξαρχής και ξεκάθαρα ο Ναμπόκοφ, προεξοφλώντας πως τίποτα συμβατικό, πλην όμως ιδιοφυές, δεν θα βρούμε στο έργο του. Γραμμένο στο μεσοδιάστημα των δύο σημαντικότερων έργων του («Λολίτα» και «Χλομή φωτιά») ο «Κύριος Πνιν» είναι μια μετάβαση, καλύτερα μια γέφυρα που ενώνει τα δύο αυτά κείμενα, καθώς στοιχεία του πρώτου εμφιλοχωρούν σε αυτό, για να μετουσιωθούν στο τελευταίο και πιο πειραματικό εκ των τριών.

Η Ναμποκοφ-ια άποψη περί συγγραφικής τέχνης διαπερνά εξολοκλήρου κι αυτό το έργο, σφυρηλατώντας μια υπόγεια, ενίοτε δυσανεκτική, σχέση με τον Σημειωτικό ή Αισθητικό αναγνώστη (κατά Ο. Έκο) – εκείνον δηλαδή που αναρωτιέται σε κάθε σελίδα τι είδους αναγνώστης του ζητά το κείμενο να γίνει και τι προσδοκά ο συγγραφέας από αυτόν. Τον αναγνώστη που συνυφαίνεται με το κείμενο, αναγνωρίζοντας και ταυτόχρονα απαιτώντας «την υφολογική αυτονομία του συγγραφέα» (G. Steiner).
Υπενθυμίζω πως ο Ναμπόκοφ είναι πάνω από όλα Αισθητής και ως τέτοιος ευαγγελίζεται μια λογοτεχνία αποψιλωμένη από εύπεπτο συναίσθημα, ταυτόχρονα όμως απόλυτα συμμετοχικής. Διάσπαρτα στο κείμενο, ο εν γρηγόρση αναγνώστης, θα βρει σημεία που κρύβουν εντός τους τον συγγραφέα και το όραμά του. Σταχυολογώντας, ο καθηγητής Λέικ (στο πανεπιστήμιο που φοιτά ο Βίκτωρ, γιος του Πνιν) αποτελεί την επιτομή των αισθητικών αντιλήψεων του Ναμπόκοφ («Τίποτα δεν έχει σημασία εκτός από το ατομικό ταλέντο κάθε καλλιτέχνη«).
Ακολούθως, όταν ο ταλαντούχος γιος του κ. Πνιν μαθαίνει να ζωγραφίζει, προκύπτει το ερώτημα: «Πώς να ζωγραφίσεις ένα αυτοκίνητο μέσα σε ένα τοπίο;» Η απάντηση που δίνεται είναι αφοπλιστική: «Το τοπίο διαπερνά το αυτοκίνητο«. Αρκεί να σπάσει κάποιος το σώμα του αυτοκινήτου σε πολλές διαφορετικές καμπύλες και πλαίσια και στη συνέχεια να το ανασυναρμολογήσει με τη μορφή αντανακλάσεων. Ο παραλληλισμός με τη συγγραφική τέχνη καθίσταται σαφής: Παραμορφώσεις, αντικατοπτρισμοί, διαθλάσεις. Αυτή είναι βέβαια και η ουσία της συγγραφής, κατά τον Ναμπόκοφ.
Στη συνέχεια, διαβάζουμε: «Ο φίλος μας χρησιμοποιεί δικό του λεξιλόγιο. Οι λεκτικές του εκκεντρικότητες προσθέτουν νέα συγκίνηση στη ζωή. Οι λανθασμένες προφορές του είναι μυθοποιητικές. Οι παραδρομές της γλώσσας του είναι χρησμοί». Το πνεύμα του Ναμπόκοφ μειδιά σκωπτικά, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε πως και ο ίδιος ο αυτοεξόριστος συγγραφέας δήλωνε πως αντιμετώπιζε ακριβώς τα ίδια προβλήματα κατά την παραμονή του στη χώρα που τον υιοθέτησε. Αυτοσαρκάζεται αφενός, αφετέρου επαίρεται με την παροιμιώδη οίηση που τον χαρακτήριζε σε όλες τις πνευματικές του εκδηλώσεις.
Πιστός στις διδαχές και στο πνεύμα του έργου του, ο Δημιουργός εμφανίζεται αίφνης στην πορεία του βιβλίου (ακόμα μια ομοιότητα με τη «Χλομή φωτιά»), διαψεύδοντας, διαστρέφοντας ή και επιβεβαιώνοντας όσα έχουμε διαβάσει σχετικά με τον Πνιν. Το δημιούργημά του, ο ίδιος ο κ. Πνιν, σπεύδει να αποστασιοποιηθεί από τον δημιουργό-συγγραφέα, έχοντας αποκτήσει πλέον δική του φωνή και ζωή (απόλυτα σχιζοφρενική οπτική, ταυτόχρονα όμως χαρακτηριστικά καλλιτεχνική).»Είναι φοβερός επινοητής!«, δηλώνει ο ήρωας για τον Ναμπόκοφ, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να αυτο-υμνηθεί για τις συγγραφικές του δεξιότητες.
Γίνεται προφανές, πως συγγραφέας και ήρωας δεν πρέπει και δεν πρόκειται ποτέ να συναντηθούν στο παρόν (αν υποθέσουμε ποτέ πως είχαν στο παρελθόν). Ποια σημασία μπορεί τελικά να έχει η «αλήθεια» στη λογοτεχνία; «Καμία», είναι η προφανής απάντηση. Αν η επινόηση είναι η αλήθεια του έργου τέχνης, τότε η αλήθεια μπορεί κάλλιστα να είναι επινοημένη. Παν μέτρον… ο συγγραφέας («κατατηξίτεχνος εις την τέχνην του») και το ταλέντο του που μετατρέπει το ψέμα του σε τέχνη, σε αφήγηση που αποκτά τη δική της καθαγιασμένη υπόσταση.
Κι έτσι οδεύουμε προς την ολοκλήρωση, όπου ο Ναμπόκοφ βάζει έναν άλλο ήρωα του βιβλίου του να προβαίνει σε μιμήσεις (όχι και πολύ τιμητικές) του κ. Πνιν, συνεχίζοντας να ιστορεί τις περιπέτειές του, ενώ εκείνος έχει αποχωρήσει οριστικά από το προσκήνιο. Εντούτοις, ο Πνιν θα συνεχίζει να υπάρχει μέσα από τις αφηγήσεις τρίτων (μα κι ο συγγραφέας τρίτος δεν είναι;) όσο κάποιοι συνεχίζουν να μιλούν γι’ αυτόν – ήρωες φανταστικοί, αναγνώστες πραγματικοί.
Το αυτό ισχύει βεβαίως και για το βιβλίο τού Ναμπόκοφ, το οποίο θα συνεχίζει την πορεία του στο λογοτεχνικό στερέωμα όσο υπάρχουν αναγνώστες να το διαβάζουν.