Μπορεί να μοιάζει με noir, μπορεί να διαβάζεται ως noir, όμως ακριβώς noir δεν είναι. Ναι μεν ανήκει στην ευρύτερη «οικογένεια» του είδους (hard-boiled), αλλά του λείπουν δύο βασικές προϋποθέσεις, στιλιστικές βεβαίως.

Η μεν πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός πως ο σκληροτράχηλος ήρωας δεν περιβάλλεται με το απαραίτητο «ακάνθινο στεφάνι» του μοιραίου, της πικρίας, της μοναχικότητας – αυτό το στενό μαύρο θρηνητικό ρούχο που φέρει μόνιμα ως τη στερνή του πνοή – conditio sine qua non της noir μυθολογίας, μακρινού απογόνου της Αρχαίας Τραγωδίας.
Η δεύτερη σχετίζεται με τη σκόπιμα ατημέλητη κι όμως υπαρκτή λογοτεχνική αξία του noir στη βέλτιστη βεβαίως εκδοχή του. Αναφέρομαι σε αυτό το Hemingway-ζον ύφος, την αφαίρεση που υποκρύπτει εντυπωσιακή δύναμη και αλλεπάλληλες επιστρώσεις πίσω από την εκ πρώτης απλοϊκή γραφή. Στο βιβλίο αυτό, η απλοϊκότητα υπερτερεί του βάθους, με συνέπεια η πλοκή (ας το δεχτούμε, ποτέ δεν ήταν το δυνατό σημείο του noir) να φαίνεται επίπλαστη, δυναμιτίζοντας το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και τον ίδιο τον κεντρικό ήρωα.
Αν αφαιρέσεις από τον noir ήρωα την τραγικότητα, το ψυχικό μεγαλείο που υποτάσσεται στο πεπρωμένο (συνήθως ο έρωτας για μια εξιδανικευμένη θηλυκή παρουσία και η προδοσία), τότε μένει μόνο η φαιδρή πλευρά της macho ανασφάλειας, ενός εγκωμίου ξεπεσμένου φαλλοκρατισμού που κυριαρχεί μέσω της βίας ενάντια σε άλλους άντρες, ως ατέρμονη λούπα, ώσπου ο κραταιός μονομάχος να κυριαρχήσει στην αρένα. Συγκεκριμένα, ο ήρωας όπου επιθυμεί να εκδικηθεί γιατί προδόθηκε από όλους και στρέφεται εναντίον τους όσο ψηλά στην ιεραρχία του εγκλήματος κι αν βρίσκονται.
Ποιο το νόημα σ’ αυτό όμως, πλην της θεαματικής του διάστασης;
Τα έχω ξαναπεί. Το noir είναι η λογοτεχνία του εκπεπτωκότος αγγέλου, του Χαμένου Παραδείσου, του ηττημένου της ζωής. Ακόμα κι αν ο ήρωας στο τέλος νικήσει και βγει ζωντανός, η νίκη του θα είναι Πύρρειος, το τίμημα που θα έχει στο μεταξύ πληρώσει θα είναι υψηλό, καθώς το σκοτάδι ενάντια στο οποίο ο ήρωας παλεύει βρίσκεται αείποτε εντός του, και εκείνος, άχθος αρούρης, το μεταφέρει σε κάθε βήμα ως τον Γολγοθά του. Αλλά για αυτόν ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει Ανάσταση.
Υ.Γ.
Στο βιβλίο αυτό βασίστηκε το Point Blank (1967) του φοβερού John Boorman με τον θρυλικό Lee Marvin. Από τις πλέον ιδιόμορφες και εντυπωσιακές ταινίες (σκεφτείτε έναν Νουβέλ Βαγκ σκηνοθέτη να επιχειρεί επιτυχώς να σκηνοθετήσει ένα neo-noir). Ο Boorman πήρε ένα μέτριο βιβλίο και έφτιαξε κάτι πρωτοποριακό που ακόμα και τώρα εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του!