Στο μουντό βασίλειο των λογικών, ο μυθιστορηματικός Τρελός είναι ο μόνος νουνεχής. Εφόσον μάλιστα οι τρελοί είναι 7, η παρεκκλίνουσα οπτική τους που κατακλύζει τις σελίδες του βιβλίου αυτού υπόσχεται οργιαστικές πνευματικές απολαύσεις. Ή μήπως όχι;

Σε πρώτο επίπεδο, η ενασχόληση με τους παρίες, τους πνευματικώς ασταθείς, τους λοξίες, ανέκαθεν αποτελούσε αγαπημένο θέμα της τέχνης σε όλες της τις εκφάνσεις. Η λογοτεχνία ειδικότερα, αρδεύεται τακτικά από το κεντρικό ποτάμι της ψυχικής νόσου ή τέλος πάντων της εναλλακτικής οπτικής όσο ακραία κι αν είναι αυτή.
Δεν ισχυρίζομαι πως στο βιβλίο αυτό ο Arlt παρουσιάζει ιδιαζόντως εξωφρενικές καταστάσεις – έχουμε πλέον εθιστεί στις ακρότητες για να αισθανθούμε την όποια πρόκληση από τα γραφόμενά του. Σε τελική ανάλυση, δεν πιστεύω πως ήταν αυτός ο σκοπός του συγγραφέα, ο οποίος απλά επιθυμεί να παρουσιάσει το όραμά του στον αναγνώστη με ειλικρίνεια και αμεσότητα. Αν μάλιστα κάποιος αναζητήσει μια στιβαρή υπόθεση την οποία θα ακολουθήσει ως το τέλος του βιβλίου, πιθανότατα θα απογοητευθεί, δεδομένου πως δεν ολοκληρώνεται καν σ’ αυτόν τον τόμο (αν και αυτό δεν προκαλεί πρόβλημα στην ανάγνωσή του).
Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη το θέμα του (ενδιαφέρον ή αδιάφορο), την εποχή και τις εμμονές του συγγραφέα του, τι μένει για να προσελκύσει τον σύγχρονο αναγνώστη; Προφανώς το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα. Εντασσόμενο στο ρεύμα του Μοντερνισμού, το βιβλίο αυτό πειραματίζεται και ταυτόχρονα δανείζεται, συντηρεί αλλά και ξεπερνά τις επιρροές των προγόνων του, πατώντας σε γερά θεμέλια. Ο συγγραφέας χειρίζεται με άνεση τον λόγο, δημιουργεί δυνατές εικόνες και εκμεταλλεύεται το θέμα του, επενδύοντάς το με την αντίστοιχη φόρμα. Η παρεκκλίνουσα θεματολογία δεν δημιουργεί απαραίτητα παρεκκλίνουσα γραφή, αν και υπάρχουν σημεία που κι αυτό διαφαίνεται.
Ο Arlt είναι αρκετά εγκρατής, καίτοι οι ήρωές του απεκδύονται σε αγώνα δρόμου παράνοιας, δείχνει δε πως χαλιναγωγεί το υλικό του, χωρίς όμως ταυτόχρονα να το εξουσιάζει απόλυτα. Αναγνωρίζω το παράδοξο αυτού που γράφω: Όσο κι αν υπάρχουν σημεία που η συγγραφική του δεξιότητα παρασύρει τον αναγνώστη, μεταφέροντάς τον στην ιδιόμορφη εσωτερική ζωή του ήρωα (μα και των λοιπών που τον συντροφεύουν), ως σύνολο μου άφησε τελικά την αίσθηση του ημιτελούς, του ελλιπούς ως προς κάτι.
Ομολογώ πως χρειάστηκε να περάσει τουλάχιστον ένας μήνας από τότε που το ολοκλήρωσα για να καταλήξω σε αυτό το συμπέρασμα και στη συνακόλουθη ανάρτηση. Η δυσκολία μου δεν έγκειτο στο τι μου άρεσε, αλλά στο τι δεν με άφησε να δοθώ απερίσπαστος στη γοητεία του, καταλήγοντας άμα τω πέρατι της ανάγνωσης, στην απόλυτα θετική αποτίμηση.
Τελικά, όσο καλός γραφιάς κι αν είναι ο Arlt, μου άφησε την αίσθηση πως δεν είναι εξίσου ολοκληρωμένος συγγραφέας, με συνέπεια, ευημερεύοντος του επιμέρους, να υπολείπεται το όλον. Με άλλα λόγια, όσο κι αν απόλαυσα κάποιες σελίδες, παρέμεινα μάλλον ουδέτερος όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο και το άφησα να κατασταλάξει. Είχα συγκεκριμένα την αίσθηση πως σταδιακά άρχισε να ξεφουσκώνει μέσα μου αντί να ριζώσει και να καρποφορήσει.
Δεν αντιλέγω πως είμαι εξαιρετικά αυστηρός. Αυτή όμως είναι για μένα η έννοια του Κλασικού και στο συγκεκριμένο στάδιο της «παραγωγικής μου ύπαρξης» αυτό πρώτιστα επιζητώ από ένα βιβλίο.