Κάθε επαφή με το έργο του Ζολά μού αφήνει την αίσθηση της απόδρασης σε ένα λογοτεχνικό… πάρκο της Ιουράσιας περιόδου. Μπορεί η εποχή του συγγραφέα, με τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητές της να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, πλην όμως το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα κατορθώνει με ευκολία να… διακτινίσει τον αναγνώστη στον χρόνο (και όχι στον χώρο), προκειμένου να απολαύσει έναν μαγικό κόσμο γραφής που έχει οριστικά χαθεί.

Ο Ζολά ανήκει στους Νατουραλιστές συγγραφείς, σε εκείνους που παρέλαβαν τον Ρεαλισμό του Μπαλζάκ και του Φλωμπέρ και τον ανανέωσαν, επιχειρώντας να περιγράψουν τα ανθρώπινα πάθη σε όλη τους την έκταση. Όπου στους Ρεαλιστές το σεξουαλικό πάθος υπονοείται, στον Ζολά περιγράφεται άπληστα. Ακόμα περισσότερο, εκεί που στους προγόνους οι ταξικές διαφορές αχνοφέγγουν στο ημίφως, στον Ζολά και τους συν αυτώ…αστράφτουν, κεραυνοβολώντας «τους τε μηδέν τῶνδε μετέχοντες».
Αυτό δεν σημαίνει πως ο Ζολά είναι ένας «πολιτικός» συγγραφέας (υποτιμητικός όρος, καθότι υποβιβάζει την αξία της τέχνης σε προπαγάνδα), παρά ένας δημιουργός που συμπεριέλαβε την πολιτική στο έργο του. Ως προς αυτό κρίνεται και η αξία του, καθότι το «ξένο στοιχείο» υποτάχθηκε στο προσωπικό αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα, παραμένοντας ορατό και ιδιόμορφο, χαρίζοντας στα έργα του την Αθανασία. Ακόμα και στα πιο «πολιτικά» του έργα, όπως το «Ζερμινάλ», ο συγγραφέας δεν εκπίπτει στον φαύλο (καθότι μη καλλιτεχνικό) ρόλο του προπαγανδιστή, αλλά διατηρεί το ύφος του, εκείνο το ιδιαίτερο φως με το οποίο καταυγάζει το σκηνικό της δράσης.
Εκεί λοιπόν που ως έφηβος είχα συγκλονιστεί με τον αγώνα των καταπιεσμένων απεργών ενάντια στη φρίκη του άναρχου καπιταλισμού της εποχής, ως ενήλικος απολαμβάνω τη μαεστρία με την οποία ο συγγραφέας χειρίζεται το υλικό του, τους χαρακτήρες και ενορχηστρώνει τη δράση, υποτάσσοντάς τη στην τέχνη του.
Και αυτό αποτελεί ακόμα ένα σημείο σύμπλευσής μου με τον αγαπημένο αυτόν συγγραφέα. Σε αντίθεση με τους στρατευμένους (βλ. ατάλαντους) γραφιάδες, ο Ζολά δεν είναι απλουστευτικός, δεν εξιδανικεύει τους ήρωές του. Πώς θα μπορούσαν άνθρωποι που διαβιούν σε απάνθρωπες συνθήκες να μην εκπέσουν σε ανθρώπινα κτήνη; Μακριά από τη λογική του «working class hero», οι χαρακτήρες του τσαλαβουτούν στα λασπόνερα, αναζητώντας τρόπους να ανέλθουν, χωρίς ηθικές αναστολές συνήθως, και να επιπλεύσουν ή βουλιάζουν εκ νέου παρασύροντας όσους συμπορεύονται.
Ταυτόχρονα όμως, σαφής ένδειξη του καλλιτεχνικού μεγαλείου, ακριβώς επειδή γίνεται αναφορά σε ανθρώπινα όντα, το συναμφότερον κυριαρχεί στις σελίδες των έργων του Ζολά. Μέσα στα σκουπίδια των άθλιων παραπηγμάτων, πάντα φύεται κάποιο λουλούδι που έστω για λίγο αναδίδει το άρωμά του προτού παρασυρθεί και χαθεί. Ο πεσιμισμός δίνει τον κύριο βηματισμό στα βιβλία του Ζολά και το τέλος είναι σχεδόν πάντα δυσοίωνο.
Αυτή είναι λοιπόν και η βασική μου αντίρρηση στον «Παράδεισο των κυριών», η οποία αν και διαπνέεται από συγγραφική δεινότητα, δεν φτάνει στο ύψος των κορυφαίων στιγμών του. Ο Ζολά αποδεικνύεται άφταστος όταν περιγράφει το φερώνυμο πολυκατάστημα, τους μηχανισμούς του καταναλωτισμού και της σταδιακής κυριαρχίας των μεγάλων μονάδων εις βάρος των παλαιών οικογενειακών επιχειρήσεων. Υστερεί όμως -στο συγκεκριμένο βιβλίο πάντα- στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, στην εμβάθυνση, πέφτοντας στο μεγαλύτερο δυνατό παράπτωμα (πρωτάκουστο για έργο του!), εκείνο του happy end.
Προφανώς η ένστασή μου δεν εντοπίζεται στο happy end εν γένει. Η «επιδίωξη της ευτυχίας» είναι εξίσου θεμιτή όσο και το δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή, ενδοκειμενικά πάντα. Καθετί είναι αποδεκτό, εφόσον υπακούει στους απαράβατους όρους της εσωτερικής αναγκαιότητας που έχει θέσει ο ίδιος ο συγγραφέας. Επομένως, ένα κείμενο που κινείται σε σκοτεινούς ως επί το πλείστον τόνους δεν είναι δυνατόν αίφνης στο τέλος να δίνει τη θέση του στον υμέναιο. Αυτού του είδους η εσωτερική ασυνέπεια αποτελεί ασύγγνωστο αδίκημα (ίσως και αμάρτημα) στην τέχνη και φοβάμαι πως σε αυτό το βιβλίο, ο -κατά τα λοιπά κορυφαίος- Ζολά εξέπεσε (ελαφρώς) της χάριτος.