Κατά τον κριτικό και θεωρητικό της λογοτεχνίας Terry Eagleton (ο οποίος δεν υπήρξε ιδιαίτερα συμπαθών), το μεγάλο μειονέκτημα του μεταμοντερνισμού έγκειται στο γεγονός πως αρνείται την εγκυρότητα των παγκόσμιων αρχών και των βασικών καθοδηγητικών κανόνων που διέπουν τα προηγηθέντα ρεύματα εν γένει, «ενθαρρύνοντας ένα είδος ηδονιστικού ετερόκλητου browsing στο πολιτισμικό shopping mall των ιδεών και των εμπειριών«.

Η αρνητική στάση του Eagleton εδράζεται στο γενικότερο πλαίσιο της επικριτικής του στάσης απέναντι στον ύστερο καπιταλισμό, θεωρώντας πως το μεταμοντέρνο συνιστά τον πολιτιστικό «πολιορκητικό κριό» τού τελευταίου, και με βρίσκει σε αρκετά σημεία σύμφωνο – κυρίως στο ότι ανεξάρτητα από τις όποιες εξαγγελίες του, στην πράξη το μεταμοντέρνο (εξ όσων πάντα η περιορισμένη μου οπτική μπορεί να διακρίνει) δεν έχει κατορθώσει να ξεπεράσει τις κορυφαίες στιγμές του Μοντερνισμού στη λογοτεχνία (μα και στην τέχνη συνολικά).
Δευτερευόντως, ο λογοτεχνικός σχετικισμός που κατά περίπτωση ευαγγελίζεται η μεταμοντέρνα ανάγνωση, με βρίσκει αντίθετο, καθώς το μόνο που τελικά καταφέρνει είναι να κατατεμαχίσει την έννοια του Αριστουργήματος (κι όμως, υπάρχουν Απόλυτα Αριστουργήματα!) σε επιμέρους «αριστουργήματα» (ανά γεωγραφικές περιοχές/ φύλο/ σεξουαλικό προσανατολισμό/ θρησκείες κ.ο.κ.) που αναζητούν τα 15 λεπτά δημοσιότητάς τους με τις ίδιες αξιώσεις προτού επιστρέψουν στη λήθη.
Προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις – μία μάλιστα πολύ σημαντική για να την αγνοήσει κάποιος: εκείνη του Πίντσον. Δικαίως θεωρείται ο μοναδικός άξιος συνεχιστής του Τζόυς όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τον γραπτό λόγο, καθιστώντας εκ νέου στη σύγχρονη εποχή της «γενικευμένης άγνοιας» επίκαιρο το πρόταγμα της «λογοτεχνίας ως μεθόδου εκμάθησης της ανθρώπινης γλώσσας«. Δεν είναι τυχαίο πως για κάποιους από εμάς τους απλούς αναγνώστες, η ανάγνωση του Πίντσον ομοιάζει με την εκμάθηση (επιτυχώς ή ανεπιτυχώς) μιας ξένης γλώσσας με παραπάνω από έναν τρόπους.
Ας έρθω όμως από το γενικό στο ειδικό, με ένα… άλμα. Λίγες δεκάδες σελίδες προτού ολοκληρώσω την «Υπεραιχμή», έσπευσα να διαβάσω εκ νέου τις 30 πρώτες σελίδες του «Ουράνιου τόξου της βαρύτητας», ενός βιβλίου το οποίο είχα…απογοητεύσει κατά την πρώτη μου επαφή μαζί του, καθώς δεν μπόρεσα να κατανοήσω τη «βαρύτητά» του και το πρωτοποριακό του ύφος. Αυτή τη φορά, ένιωσα πως ήδη στις λίγες αυτές σελίδες ο συγγραφέας κατόρθωσε να πει όσα δεν μπόρεσε στις περίπου 600 της «Υπεραιχμής».
Δεν θα τολμούσα να ισχυριστώ πως το τελευταίο είναι ένα κακό ή ακόμα και μέτριο βιβλίο – ο Πίντσον είναι ανίκανος για κάτι τέτοιο. Εντούτοις, είχα την αίσθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης πως κάπου χώλαινε το όλο εγχείρημα. Προχωρώντας, άρχισα να συγκεκριμενοποιώ τι μου έφταιγε. Με λίγα λόγια, η sui generis Πιντσονική υπερφόρτωση με καταιγισμό πληροφοριών φοβάμαι πως δεν λειτουργεί ως όφειλε, (φέρνοντάς μου στο μυαλό τους «φιλιππικούς» του Eagleton ενάντια στο μεταμοντέρνο), καθώς δεν συνοδεύεται από τη συγκολλητική ουσία, το βάθος εκείνο της σκέψης και τον λυρισμό που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια, όσο ακατανόητος κι αν είναι εκ πρώτης (βλ. «Ουράνιο τόξο»).
Από την άλλη, η «Υπεραιχμή» δεν είναι ένα δύσκολο στην κατανόησή του βιβλίο, οπότε δεν υπάρχει εξαρχής κάποιο φράγμα για να εμποδίσει την απόλαυση του ιδιαίτερου αφηγηματικού ύφους του συγγραφέα. Αυτό βέβαια δεν λειτουργεί απαραίτητα υπέρ του βιβλίου, μιας και στην πολυπλοκότητα ενοικεί η ιδιαιτερότητά του, κατά πώς φαίνεται. Αν και οι θεματικές του, για μην πω οι εμμονές του, παραμένουν αειθαλείς και πρόδηλες κι εδώ, η «Υπεραιχμή» δείχνει να έχει στομωμένη την …αιχμή της – τα αλλεπάλληλα στρώματα λεκτικών αιωρήσεων και λαβυρίνθων δεν φαίνεται να καταλήγουν κάπου, προκαλώντας πλήξη σε σημεία.
Σίγουρα από τη μέση και μετά το βιβλίο αποκτά νέα πνοή, οπότε ο φίλεργος αναγνώστης βαδίζει αγόγγυστα στα μονοπάτια που έχει χαράξει η ιδιαίτερη γραφή του Πίντσον, αν και δεν νομίζω πως είναι αρκετή για να αλλάξει άρδην την τελική εικόνα.
Γνώριζα βεβαίως εκ των προτέρων (καλοί φίλοι, πολύ πιο εξοικειωμένοι με τον συγγραφέα, με είχαν προειδοποιήσει) πως η «Υπεραιχμή» επουδενί δεν αποτελεί την εντελέστερη στιγμή του μεγάλου αυτού δημιουργού. Σε τελική ανάλυση ό,τι είχε να προσφέρει το παρέδωσε άπλετα στις λοιπές του δημιουργίες που διατηρούν άφθαρτο το άρωμα της υψηλής τέχνης του.
Υ.Γ.
«Ο ουρανός πάνω από το λιμάνι θύμιζε τηλεόραση συντονισμένη σε κανάλι χωρίς εκπομπή«. Όταν κυκλοφόρησε ο «Νευρομάντης» το 1984, ο αντίκτυπός του υπήρξε δικαίως τεράστιος, ανακινώντας τα λιμνάζοντα νερά της sci-fi λογοτεχνίας, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα γενιά συγγραφέων υπό τη σκέπη του λεγόμενου cyber-punk. Υπήρξαν στιγμές που τον νοστάλγησα, διαβάζοντας την «Υπεραιχμή».