Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια προβοκατόρικη δήλωση: «Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα» διδάσκει ο Μέλβιλ και φυσικά έχει δίκιο… και ταυτόχρονα άδικο. Έχει εξολοκλήρου δίκιο όταν ομιλεί ως Μέλβιλ, εκπρόσωπος της Μεγαλειότητάς του, αλλά άδικο όταν ομιλεί εκ μέρους των άλλων (ελασσόνων) ομοτέχνων του. Ακόμα περισσότερο λανθάνει όταν απευθύνεται στον (αγνώμονα) αναγνώστη που αναζητά την απόλαυση αποκλειστικά στο…whodunit, στην πλοκή (όχι πως ο τελευταίος πρόκειται ποτέ να εκτιμήσει ένα βιβλίο όπως ο «Μόμπι Ντικ»).

Εξηγούμαι, αναδιατυπώνοντας: «Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, χρειάζεσαι έναν μεγάλο συγγραφέα – και μόνο!». Ο Μέλβιλ, σύμφωνα με αυτή τη λογική, είχε απόλυτο δίκιο όταν αναζητούσε το «μεγάλο θέμα», όντας ο ίδιος ένας μεγάλος συγγραφέας. Εφόσον πληρούσε το εκ των ων ουκ άνευ προαπαιτούμενο, τότε το ήσσονος ή μείζονος σημασίας θέμα θα αναδεικνυόταν ανάλογα, όπερ και εγένετο.
Η ουσία παραμένει: Όσο ενδιαφέρον και σημαντικό κι αν είναι το θέμα, το περιεχόμενο, η πλοκή, δεν αρκεί για ένα λογοτεχνικό έργο. Πληροί βεβαίως τις προϋποθέσεις για ένα φυλλάδιο, μια διακήρυξη, μια ανάλυση, ένα κείμενο που προωθεί θέσεις, απόψεις, ιδεολογίες – εν ολίγοις ένα χρηστικό κείμενο.
Η λογοτεχνία προφανώς δεν εμπίπτει στις εν λόγω κατηγορίες, μολονότι μπορεί κάλλιστα να ενσωματώσει όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία. Τουναντίον, είναι παντελώς μη-χρηστική, ανώφελη (και ανέφελη) κοινωνικά, αδιάφ(θ)ορη πολιτικά, με μοναδικό στόχο την ιδιωτική απόλαυση του μονήρους αναγνώστη, όπου απομονωμένος στον προσωπικό του χρόνο αφήνεται να βυθιστεί στους λεκτικούς της μαιάνδρους.
Για να το θέσω με Θουκυδίδειους όρους η λογοτεχνία οφείλει, όπως και η Πόλις, να είναι «Αυτόνομος, Αυτόδικος και Αυτοτελής». Αυτόνομη, καθότι υποτάσσεται στους δικούς της εσωτερικούς νόμους. Αυτόδικος, καθότι κρίνεται αποκλειστικά και μόνο από τις εσωτερικές της αισθητικές αναγκαιότητες. Τέλος, Αυτοτελής, δεδομένου πως είναι παντελώς ανεξάρτητη, ακολουθώντας το δικό της τέλος (σκοπό), με μοναδικό εργαλείο της τη ρητορική της, τη γλώσσα.
Και ως προς τούτο η Τέχνη είναι αληθινά επαναστατική, δεδομένου πως δεν επαναλαμβάνει το ήδη υπάρχον συντηρώντας το (ο «ρεαλισμός» στην Τέχνη είναι απλά τραγέλαφος). Αντιθέτως αρύεται από το πρωτογενές ίζημα της πραγματικότητας, πλαγιοκοπώντας τη για να την αναδιατυπώσει/αποδομήσει μέσω της γλώσσας, του αφηγηματικού ύφους, σε μια καινή ρηξικέλευθη ποιότητα, αποκομμένη και ταυτόχρονα ανταγωνιστική τής βιωμένης υπάρχουσας.
Συγκεφαλαιώνοντας, ο Προμηθέας ήταν και παραμένει εσαεί ο Συγγραφέας, όπου σε κάθε βιβλίο του προσφέρει τα εσώψυχά του βορά στην Τέχνη, περιλούζοντάς μας στη συνέχεια με το φως της λογοτεχνικής του αποκάλυψης.