Ουδέποτε υπήρξα φανατικός Λανθιμικός, καθώς το weird ύφος της 1ης περιόδου του δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα. Και αν η Κινέτα ανήκει απλά στην…καταγέλαστο Αθανασία, ο «Κυνόδοντας» απέπνεε κάτι φρέσκο – όχι πρωτότυπο (Χάνεκε ως πρωτογενής επιρροή), αλλά εντούτοις προσωπικό, ιδίως στο επίπεδο της συναρμογής σεναριακού-στιλιστικού που ενσωμάτωνε με έξυπνο τρόπο το παιγνιώδες.

Η συνέχεια ως τη «Σφαγή του ιερού ελαφιού» όπου ο Λάνθιμος «διέβη τον Ρουβίκωνα», πατώντας το πόδι στην Αμερική, υπήρξε ενδιαφέρουσα και αναμενόμενη με κάποια σκαμπανεβάσματα και ίσως ατυχείς στιγμές (οι «Άλπεις», θεωρώ).
Η… Καλιφόρνεια απόβαση ολοκληρώνεται με την «Ευνοούμενη», μια ταινία που διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με τις προηγηθείσες ως προς τα εξής: Κατά πρώτον, η απουσία του μόνιμου συνεργάτη και σεναριογράφου του (Φιλίππου). Όπως πολύ σωστά το έθεσε καλός φίλος που γνωρίζει άπαντα τα σινεφιλικά (hail George M.) έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα κινείτο ο Λάνθιμος στη μετά Φιλίππου εποχή, καθώς είναι οι σεναριακές ιδιαιτερότητες που εν πολλοίς καθόρισαν το σκηνοθετικό προφίλ του (περισσότερα επ’ αυτού στη συνέχεια).
Κατά δεύτερον, εξίσου σημαντικό, η σκηνοθετική στροφή από τον Χάνεκε στον Κιούμπρικ, ας το θέσω…μανιχαϊστικά, για όσους αγαπούν τις ταμπέλες (Ευρωπαϊκό vs Αμερικανικό σινεμά – διαχωρισμός για τεμπέληδες κριτικούς) και τις ευκολίες. Μπορεί λοιπόν η…πυξίδα του Λάνθιμου να κινήθηκε απότομα προς Δυσμάς, εντούτοις αυτό έγινε με τρόπο συντεταγμένο και ώριμο.
Και εδώ εντοπίζω το βασικό προσόν του σκηνοθέτη που τον διαφοροποιεί σημαντικά σε σχέση με τους ομογάλακτούς του στην «καθ’ ημάς Ανατολή» (μα και γενικότερα). Σε όλες τις στιγμές της μέχρι τούδε καριέρας του, κατόρθωσε να αφομοιώσει δημιουργικά τις όποιες αναφορές και τις επιρροές του, προσφέροντας ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα που παραπέμπει σε αυτές, αλλά δεν αποτελεί ξένο σώμα, μπολιάζοντας δημιουργικά το έργο του. Επιπρόσθετα, δεν υπολείπεται καθόλου στα θέματα τακτικής, καθώς κάθε βήμα του σκηνοθέτη, δείχνει προσεκτικά προσχεδιασμένο.
Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση της «Ευνοούμενης». Οι αναφορές στον Κιούμπρικ είναι άμεσα ορατές (Barry Lyndon ως σαφής επιρροή), όμως ταυτόχρονα ενυπάρχει η διάθεση πειραματισμού με την εισαγωγή χιουμοριστικών στοιχείων που αποσυντονίζουν και δυναμιτίζουν (εκεί που πρέπει) την όποια κλασικότροπη διάθεση (αποφεύγοντας το πρόβλημα της σοβαροφάνειας του σύγχρονου δημιουργού που προσπαθεί να προσεγγίσει αμήχανα το κλασικό) τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά (κίνηση της κάμερας στον χώρο).
Κατ’ αυτή την έννοια, η απουσία του Φιλίππου δεν γίνεται άμεσα ορατή, καθώς οι «νέοι» σεναριογράφοι επιτυγχάνουν πλήρως στο έργο τους, δίνοντας το έναυσμα στον Λάνθιμο να μεγαλουργήσει με τη συνδρομή του εξαιρετικού σεναρίου.
Κι αν δεν διακρίνεται πλέον η παράδοξη σκηνοθετική οπτική, η ενίοτε απόκοσμη καθοδήγηση των ηθοποιών που πρωτοείδαμε στον «Κυνόδοντα» (ναι, αυτό το…κουλό παίξιμο), δεν χάθηκε ο κόσμος, καθώς οι 3 ηθοποιοί της «Ευνοούμενης» πλέουν πλησίστιες προς τα Όσκαρ. Ο Λάνθιμος αντάλλαξε τη μανιέρα που είχε ο ίδιος ξεκινήσει (με διάφορους επίδοξους copycats στο κατόπι του) με έναν πιο Αμερικανικό (ούτως ειπείν παγκόσμιο) τρόπο έκφρασης, στοχεύοντας στην καρδιά του σινεμά.
Το αντίτιμο είναι να εγκαταλείψει (οριστικά;) το μερικό, αποσπασματικό, δι’ ολίγους, στιλ που τον ανέδειξε (και ανεδείχθη από τον ίδιο), για κάτι άλλο εμπορικότερο (εύγε!!!) και ταυτόχρονα πληρέστερο, προτού η μανιέρα τον μετατρέψει σε έναν ακόμα ικανό, πειραματικό σκηνοθέτη μιας μικρής χώρας στις εσχατιές του κινηματογραφικού χάρτη (στοχεύετε στο ευρύτερο πλαίσιο, κραύγαζε ματαίως ο Κούντερα, εχθρός της μικρής, ένδοξης, ταπεινής αποδοχής).
Μα είναι τόσο καλή η ταινία, τελικά; Καμία αξία δεν είναι αυθύπαρκτη, αυτοτελής, θα απαντήσω. Άπαντα στον μάταιο τούτο κόσμο υφίστανται συγκρινόμενα με κάτι άλλο, ανάλογο. Ναι, λοιπόν, είναι καλύτερη θεωρώ από τη «Ρόμα», ισάξια πιθανώς με τον «Ψυχρό πόλεμο» (αν και τον απόλαυσα περισσότερο), σαφώς κατώτερη του «Barry Lyndon».
Μα κι αυτό δεν είναι ψόγος, με την αυστηρή έννοια, καθότι ΚΑΜΙΑ σύγχρονη ταινία δεν είναι τόσο καλή όσο εκείνες του Κιούμπρικ, του Ταρκόφσκι, του Μπέργκμαν, του…. Αυτό όμως είναι μια άλλη, μεγάλη (πικρή) ιστορία.