Ο χαρακτηρισμός του, στο οπισθόφυλλο, ως «ένα από τα σημαντικότερα ήδη μυθιστορήματα του 21ου αιώνα», αποδεικνύεται εξαρχής προβληματικός για το βιβλίο αυτό.

Αφενός, χρονικά βρισκόμαστε σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο για αναγορεύσεις και αφορισμούς του είδους, δεδομένου μάλιστα πως το κύρος λέξεων όπως «Σημαντικότερος συγγραφέας», «Αριστούργημα!» κ.ο.κ. «εκπίπτει εκείνου της εκδιδομένης γυναικός» (όπως έγραφαν κάποιοι, κάπου, κάποτε σε τοίχους), για να το θέσω ωμά.
Αφετέρου, διότι προκαταλαμβάνεται ο αναγνώστης, ο οποίος αναμένει κάτι δυσθεώρητο και συνταρακτικό από πλευράς σύλληψης και εκτέλεσης. Ο συγκεκριμένος αναγνώστης, μετά λύπης του, δεν βρήκε τίποτε από τα δύο άξιο λόγου.
Εν αρχή, καμία πρωτοτυπία δεν διέκρινα στο αφηγηματικό ύφος (στην εκτέλεση). Κάτι επίπλαστο που μου άφησε ομογενοποιημένη γεύση-επίγευση (flat, ελληνιστί), απουσία προσωπικού ύφους, χαμένου σε ανούσιες εναλλαγές παραδοσιακού/ μοντέρνου που τελικά δυναμιτίζουν την ενότητα. Στείρα επιτήδευση, κενή νοήματος, η οποία μάλιστα δεν είναι καν επιτυχής, κατά την άποψή μου.
Εξηγούμαι. Η εναλλαγή ύφους δεν είναι ο εύχαρις δρόμος που παίρνεις «ελαφρά τη καρδία», καθότι απαιτεί από τον συγγραφέα να κατέχει τα επιμέρους συστατικά μέρη και όχι να επιχειρεί απλό συμπίλημα στιλ, όπου το καθένα διαφοροποιείται από τα παρακείμενα μέσω απλής αλλαγής τρόπου και είδους γραφής (ημερολόγιο, ανταπόκριση, συνέντευξη, noir, απομνημονεύματα κ.ο.κ). Εν ολίγοις, το καθένα από τα επιμέρους ήταν ατελές και αλυσιτελές στο είδος του, αποδυναμώνοντας αμετάκλητα και το σύνολο που αποδεικνύεται σαθρό και δίχως ταυτότητα.
Είχα μόνιμα την αίσθηση πως διάβαζα ένα μέτρια γραμμένο best seller (δεν έχω κάτι εναντίων των συγκεκριμένων, έχουν κι αυτά κανόνες και χρησιμότητα διόλου ευκαταφρόνητη), το οποίο μάλιστα δεν διαβάζεται και τόσο ευχάριστα (χωρίς να είναι δύσπεπτο) – σίγουρα πάντως όχι «ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 21ου αιώνα».
Η δε παραδοχή του ίδιου του συγγραφέα πως εμπνεύστηκε από τον Ι. Καλβίνο και το εμβληματικό (τουλάχιστον όσον αφορά την πρωτοτυπία του) «Αν μια νύχτα του χειμώνα…», δεν βοηθάει καθόλου -μα καθόλου- την κατάσταση, δεδομένου πως βάζει τον επίδοξο αναγνώστη σε ένα παιχνίδι συγκρίσεων που δεν αποβαίνει παρά εις βάρος του Μίτσελ. «Θαρραλέος», θα πουν κάποιοι. «Αμαθία μεν θράσος», θα πω εγώ.
Αφήνοντας κατά μέρους τις στιλιστικές παλινωδίες, θα ανέμενα να απολαύσω μια καθηλωτική πλοκή (παράγοντας επιτυχίας ενός καλογραμμένου best seller). Και επ’ αυτού… κόλαφος! Η ιστορία ενσωματώνει «ολίγο απ’ όλα», κλισέ, απλοϊκή εν τέλει στα διδάγματά της (και η ταινία δυστυχώς έπασχε από αυτό το αμάρτημα), όχι κάτι που να με κάνει να ξεχαστώ και να ξεχάσω την προφανή απουσία προσωπικού ύφους.
Καθόλου δεν βοήθησε η μέτρια και μάλλον απρόσωπη μετάφραση (ο Λώρενς Ντουρέλ… σοβαρά τώρα;;; ), αν και φοβάμαι πως δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας αδυναμίας σύνδεσής μου με το κείμενο αυτό.
Γνωρίζω πως ο Μίτσελ έχει ένα πιστό κοινό και το εν λόγω (εξαντλημένο εδώ και καιρό) βιβλίο έχει λάβει διαστάσεις μύθου, αλλά με κάθε εκτίμηση στη γνώμη των φίλων συναναγνωστών, εγώ απλά θα προσπεράσω.