Αδηφαγία – Σ. Βιτκίεβιτς

Στο εσώφυλλο ο συγγραφέας αυστηρός, σύννους, με υψωμένο το φρύδι προειδοποιεί τον ανυποψίαστο και ανυπόμονο αναγνώστη: «Πλησίασε με δική σου ευθύνη!»

Η «Αδηφαγία» είναι ένα ακόρεστο βιβλίο, καταπίνει τους αναγνώστες, τους αλέθει και τους εξεμεί. Ερμητικό, μονογενές, απροσπέλαστο σε σημεία, μοιάζει με σκαλωσιά περίτεχνη και ταυτόχρονα πρωτότυπη που σε καλεί να αναρριχηθείς σκαλί-σκαλί, απνευστί, καθότι δεν υπάρχουν περιθώρια παύσης – η διαδρομή δαιδαλώδης, δολιχοδρομεί, παρελκύει.

Ακόμα συχνότερα όμως γίνεται πνιγηρή, «πυροβολεί» ακατάπαυστα τον αναγνώστη με δυσνόητους φιλοσοφικούς διαλόγους που διατρέχουν το corpus του ογκώδους εγχειρήματος, εσχατολογικές αναλύσεις, ψυχολογικής και σεξουαλικής υφής σχόλια, περιδινούμενες εικόνες, αντικατοπτρισμούς λεκτικούς, ηχητικούς, εικαστικούς.

Ίσως η λέξη «εικαστικός» προσιδιάζει καλύτερα στο πυκνό αυτό κείμενο, το οποίο εμφορείται -συχνά σε βαθμό ενοχλητικό- από καλλιτεχνικές εμμονές και τις θεωρίες του συγγραφέα του. Η «Αδηφαγία» προκρίνει τον παράφορο εστετισμό, διανοουμενίστικη οίηση, εικονοποιεία και ταυτόχρονα εικονο-ποίηση για όλους όσοι αποδέχονται την πρό(σ)κληση.

Δεν περιμένει βεβαίως κάποιος να παρασυρθεί από την πλοκή, η οποία παραμένει προφανώς σε πρωτόλειο στάδιο, με τον νεαρό ήρωα να…θαλασσοδέρνει ανερμάτιστα από την εφηβεία στην ενηλικίωση, ενώ ταυτόχρονα γύρω του ο κόσμος καταρρέει μεγαλοπρεπώς.

Ως κλασικού τύπου δυστοπία, η μικρή, πτωχή πλην τίμια Πολωνία (χώρα καταγωγής του συγγραφέα και του ήρωα) αναμένει την εισβολή των κινεζικών στιφών, τα οποία έχουν ήδη καταλάβει τη Σοβιετική Ρωσία και ετοιμάζονται να παρασύρουν τα πάντα στο διάβα τους. Αντίπαλο δέος, μια… Μπολσεβίκικη-Φασιστική Δύση (;) που έχει επιλέξει τον Τειλορισμό των ΗΠΑ ως modus vivendi, νωχελική μέσα στη συβαριτική της αφθονία.

Είναι ξεκάθαρο πως ο Βιτκίεβιτς δεν επιχειρεί να προσφέρει ένα ρεαλιστικό ιστορικό υπόστρωμα στο έργο του (θα ήταν ανακόλουθος), μη παραχωρώντας στον αναγνώστη ούτε αυτή την ευκολία ταύτισης.

Το κείμενο βρίθει ιδεών, σκέψεων και περιγραφών, οι οποίες θα μπορούσαν να γεμίσουν τόμους, αλλά δυστυχώς για τον ανύποπτο αναγνώστη κατακλύζουν σχεδόν την καθεμιά σελίδα αυτού του ογκώδους βιβλίου.

Αυτό είναι ίσως και το βασικό μειονέκτημα της Αδηφαγίας: συχνά το έλασσον διαχέεται στο μείζον (ποτέ το αντίθετο!) και οι εξαιρετικού βάθους και πυκνότητας σκέψεις εναλλάσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς, απνευστί, αφήνοντας τον αναγνώστη ενεό μεν, αδύναμο δε στο να συντονιστεί, να βρει τον δικό του ρυθμό απέναντι στη «φρενήρη υπερταχεία» των εμβριθών συλλογισμών του συγγραφέα.

Εκεί εδράζεται συνήθως και η όποια δυσφορία εκλύεται από το έργο αυτό, καθώς πρόκειται πρωτίστως περί διανοητικής κατασκευής, έργο εναργούς διανοούμενου και δευτερευόντως λογοτέχνη, που δεν έχει δώσει προτεραιότητα στη δομή, παρασυρόμενος από την ιδιοφυή ανάπτυξη της σκέψης του. Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό το γεγονός πως η καταπόνηση του αναγνώστη μπορεί να οδηγήσει στη νοηματική ασυνέχεια εκ πρώτης και στην… αναγνωστική ασυνέχεια εν τέλει.

Δεν θα ήμουν ειλικρινής -απέναντι στον εαυτό μου, κυρίως- αν ισχυριζόμουν πως κατανόησα άπαντα τα γραφόμενα, καθώς συχνά παράδερνα μεταξύ των παραγράφων, με σελίδες να έχουν απλά διαφύγει της προσοχής μου, χωρίς όμως να έχω πάντα την υπομονή να επιστρέψω, παρά μόνο εφόσον ήταν απαραίτητο από πλευράς κατανόησης.

Η «Αδηφαγία» οδηγείται στην αναπόφευκτη ολοκλήρωσή της, με τον ήρωά της να βάλλεται πανταχόθεν, αναζητώντας τι ακριβώς; Μια πλήρωση που ποτέ δεν επέρχεται, την ευτυχία που διαφεύγει αέναα, την αγάπη που τον προδίδει, τη λογική που οι πάντες γύρω του, αλλά και ο κόσμος τού αρνείται. Και ο κατάκοπος αναγνώστης κλείνει το βιβλίο με μια αίσθηση δύσπνοιας και ταυτόχρονα ικανοποίησης.

Ναι, απόλαυσα την «Αδηφαγία» (στα περισσότερα σημεία, έστω). Όχι, δεν θα την ξαναδιάβαζα. Ίσως, θα την πρότεινα σε συγκεκριμένο, εκπαιδευμένο, κοινό που έχει ξεφύγει από την αναγνωστική πεπατημένη και αναζητεί το εναλλακτικό. Οι λοιποί μπορούν απλά να προσπεράσουν δίχως ενοχές.

Σχολιάστε