Να ξεκινήσω λέγοντας πως δεν ήμουν από εκείνους που ενθουσιάστηκαν με την «Ιda». Όχι πως δεν μου άρεσε, πως δεν την απόλαυσα. Απλά οι διθυραμβικές κριτικές, κατά τη γνώμη μου, ήταν μάλλον υπερβολικές, για μια ταινία που στιλιστικά και δευτερευόντως θεματικά (είπαμε: το ΠΩΣ πρώτα, μετά το ΤΙ) δεν πρωτοτυπεί.

Αυτό πάλι από μόνο του δεν είναι επιχείρημα -το περί πρωτοτυπίας-, καθότι ζούμε στην εποχή των δανείων, των επαναλήψεων, των αποδομήσεων και των απλουστεύσεων. Από την άλλη πλευρά, όσοι έχουμε «βαδίσει υπό τα πυρά του χρόνου», με κάποιες δεκαετίες σινεφιλικής κατήχησης, πιστεύω πως δεν θα πρέπει να ενθουσιαζόμαστε εύκολα. Και η «Ida», φρονώ, έπαιξε πολύ έξυπνα με τις σινεφίλ παραμέτρους, φέρνοντας ταυτόχρονα τη σινεφίλ αισθητική και σε ένα κοινό που πιθανώς να αδιαφορούσε για τους ασπρόμαυρους μαιάνδρους ενός Μπέλα Ταρ, φερ’ ειπείν.
Για να έλθω στον «Ψυχρό πόλεμο», ο σκηνοθέτης δεν εγκαταλείπει τη επιτυχημένη πατέντα που τον ανέδειξε στην προηγούμενη ταινία (θα ήταν παράλογο). Θεωρώ όμως πως στο νέο του έργο η πατέντα αυτή είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένη και η ιστορία που έχει να διηγηθεί είναι πιο ενδιαφέρουσα ή, καλύτερα, πληρέστερα δοσμένη.
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορώ να μην αναφέρω πως όση ώρα παρακολουθούσα την ταινία, μου ερχόταν στον μυαλό ο μακαρίτης ο Ραφαηλίδης, ο οποίος πραγματικά θα βυσσοδομούσε, ρίχνοντας στο χαρτί θεωρητικές κατασκευές, δραττόμενος εκ πρώτης από τον τίτλο, αναλύοντας τα κλασικά δίπολα: τη σχέση Ατομικού-Συλλογικού, Ανατολής-Δύσης, Γυναίκα-Άντρα, Τέχνης-Πολιτικής, Έρωτα-Πραγματικότητας κ.ο.κ. μέχρις εξαντλήσεως (δικής του και του αναγνώστη ομού).
Εγώ πάλι θα εμείνω στην εξαιρετική φωτογραφία, στα Ταρκοφσκι-κής έμπνευσης πλάνα, στην εξαιρετική επιλογή μουσικής και μουσικότητας εν γένει, στην ευσύνοπτη ιστόρηση που καταλήγει στο πανέμορφο πλάνο της ερειπωμένης εκκλησίας και στην τελική Έξοδο.
Είμαι, επομένως, έτοιμος να «συγχωρήσω» στον Παβλικόφσκι τη «σινεφιλική ελαφρότητα», αυτό το άνοιγμα στο Οσκαρικό κοινό (μην παρεξηγηθώ, τα λατρεύω τα Όσκαρ!), εκφράζοντας την προτίμησή μου στον «Ψυχρό πόλεμο», σε σχέση με τη μικρή απογοήτευση της «Ρόμα» του Κουαρόν.
Και εν μέσω αυτών, προσπαθώ συνεχώς να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως ζούμε στην εποχή της «ασημαντότητας», δεδομένου πως κανείς από τους πολυαγαπημένους σύγχρονους σκηνοθέτες (και συγγραφείς) δεν μπορεί να προσεγγίσει το μεγαλείο των Προγόνων τους.
Επιπρόσθετα, κατανοώ τη σπουδή των κριτικών και παροικούντων την κινηματογραφική κοινότητα να αναγορεύσουν σε Μεσσία τον «Χ» σκηνοθέτη. Το προϊόν πρέπει να κινηθεί, το κοινό να παραμείνει διψασμένο. Εγώ πάλι, ο Νοσταλγός, θα συνεχίζω να θεωρώ πως με τον όρο «Σινεφίλ» περιγράφουμε κάτι σαν το «Sweet Movie» του πρόσφατα μεταστάντος Ντ. Μακαβέγιεφ.