Ο Ναμπόκοφ δεν είναι ένας ακόμα ετερόφωτος γραφιάς. Σε ευθεία αντίθεση με τον τίτλο του μυθιστορήματος αυτού (σεξπηρική εικόνα που παραπέμπει στη Σελήνη και στο δάνειο από τον Ήλιο φως, πάντα όμως χλωμό), ο συγγραφέας είναι ο Εωσφόρος της Τέχνης.

Τι είδους τέχνη είναι όμως αυτή την οποία φέρει το εωθινό φως της λογοτεχνίας του; Απαιτητική σίγουρα, στριφνή ακόμα, ίσως δυσπρόσιτη.
Για την ακρίβεια, πρόκειται (ισχύει για το σύνολο του έργου του) για ένα ακόμα εγκεφαλικό παιχνίδι στο οποίο υποβάλλει τον αναγνώστη του, απαιτώντας αμέριστη προσοχή, πνεύμα οξύ και πειθαρχία.
Ο Ναμπόκοφ δεν γράφει ρεαλιστική λογοτεχνία (καμία άξια λόγου λογοτεχνία δεν είναι «ρεαλιστική» σύμφωνα με τα λόγια του). Είναι ένας εστέτ που αδιαφορεί για την ηθική στην τέχνη ή καλύτερα, ευαγγελίζεται την άποψη (όχι ως κήρυκας, αλλά ως λογοτέχνης) πως η αισθητική είναι ταυτόχρονα και ηθική. Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον πως το ακαλαίσθητο είναι και ανήθικο, και τίποτε σχετικό δεν θα βρούμε στο έργο του.
Ο Ναμπόκοφ εκτός από αισθητής, ή μάλλον εξαιτίας αυτού, είναι και φιλοπαίγμων. Αρέσκεται ιδίως να παίζει με το κοινό του «εν ου παικτοίς», καθότι εκεί βρίσκεται η πρόκληση – όχι η ανούσια του ατάλαντου, αλλά η εκούσια του διανοούμενου που γράφει, όπως ο ίδιος το ορίζει, με τη σπονδυλική στήλη. Όχι μόνο με το μυαλό, όχι μόνο με το συναίσθημα, παρά με το πάθος του επιστήμονα και με την υπομονή του καλλιτέχνη.
Για ακόμα μια φορά (όπως και στη Λολίτα), ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας απροσδιόριστος χαρακτήρας που κινείται στο… χρωματικό μεταίχμιο, ένας αδιάφορα συμπαθής αρχικά, σταδιακά αντιπαθής χαρακτήρας που διηγείται μια ιστορία, κατά το δοκούν.
Εν τάχει, στο πρώτο μέρος έχουμε ένα εκτενές ποίημα που υποτίθεται άφησε πίσω του ο συγγραφέας του (και δευτερεύων ήρωας) λίγο πριν πεθάνει, ενώ το δεύτερο και πιο μακροσκελές μέρος περιλαμβάνει τον σχολιασμό του εν λόγω ποιήματος από τον φίλο (;) και κάτοχο του magnum opus του συγγραφέα, του οποίου την άκρως υποκειμενική οπτική καλούμαστε να αναγνώσουμε.
Κάθε διήγηση λοιπόν, σύμφωνα με την λογοτεχνική θεωρία του Ναμπόκοφ, αδυνατεί να είναι ρεαλιστική και ειλικρινής, καθώς εμπεριέχει σπέρματι την υποκειμενικότητα του δημιουργού της, του λογοτέχνη εν προκειμένω. Εναπόκειται στον υπομονετικό και φίλεργο αναγνώστη να ξεμπλέξει το κουβάρι της αφήγησης.
Εκεί ακριβώς κρύβεται -στα φανερά- η γοητεία του αυθεντικού έργου τέχνης. Το αφηγηματικό κουβάρι δεν βρίσκεται εκεί προς επίλυση, διότι εδώ η απάντηση δεν έχει καμία πραγματική σημασία. Το ίδιο το κείμενο, η δομή του, το ύφος του, είναι ταυτόχρονα μέσο και σκοπός, όπως ξετυλίγεται σταδιακά εμπρός στα μάτια μας.
Η πειραματική διάθεση του Ναμπόκοφ είναι κάτι παραπάνω από προφανής, η διακειμενικότητα, η «αλληλοπεριχώρηση των εναντιομόρφων» που ξεπηδά από τις σελίδες και αναπόφευκτα οδηγεί στην τελική λύση, από μόνη της μια αρχή, μια επανάγνωση – ακριβώς όπως θα την ήθελε ο ίδιος ο Ναμπόκοφ, για τον οποίον η έννοια της μίας και μόνης ανάγνωσης ήταν απλά αδιανόητη.
Κάθε επίσκεψη είναι μια νέα θεώρηση, εξάλλου, επαναφέροντας αέναα το προφανές: Η Τέχνη είναι η μόνη σταθερά στο πλαίσιο ενός πεπερασμένου βίου, του οποίου το τέλος παραμένει αμετάκλητο και οριστικό.