Όταν ο μεγάλος Κρουπιέρης μάς προσκαλεί στο τραπέζι για ένα παιχνίδι λογοτεχνίας, οι πιθανότητες διαφυγής είναι μηδαμινές. Και όταν αίφνης αποφασίζει να ρίξει την μπίλια στην ρουλέτα, ακολουθούμε την πορεία «à bout de souffle».

Δίπλα μας -εκλεκτή παρέα- οι ήρωες του βιβλίου αγωνιούν, τρέφουν ελπίδες, διαψεύδονται, «πάλ’ εις μικρόν γενναίοι», με πλεόνασμα φόβου μα και ελέους.
Από το κόκκινο στο μαύρο και πάλι πίσω, από ποντάρισμα σε ποντάρισμα, σελίδα τη σελίδα, παράγραφο την παράγραφο, προχωρούμε ασθμαίνοντας ως τις καταληκτικές προτάσεις.
Και μόνο τότε ο Ντοστογιέφσκι αποφασίζει, μόνος κυρίαρχος αυτός, να δώσει τέλος στο -τόσο περίτεχνα στημένο- παιχνίδι.
Μουδιασμένοι, μα και έμπλεοι συναισθημάτων, σηκωνόμαστε αργά από τη θέση μας, μετράμε τα κέρδη μας (λέξεις από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους) και βαδίζουμε προς την έξοδο, νικητές. Μέχρι την επόμενη παρτίδα, το επόμενο βιβλίο του…