Στην αρκτική σκηνή τού αριστουργηματικού «2001» του S. Kubrick, οπότε τα πρωτεύοντα θηλαστικά έρχονται σε επαφή με το θαύμα του Μονόλιθου, προσεγγίζουν με δέος και φόβο το τεχνούργημα, κρούοντάς το απαλά με τα πρωτόγονα όπλα-εργαλεία τους.

Αυτή την εικόνα είχα κατά νου προτού «βγω στον πηγαιμό» για την πρώτη ανάγνωση του πολυθρύλητου «Οδυσσέα» του Τζόυς. «Αμαθία μεν θράσος…» αναλογίστηκα, εφορμώντας στο εγχείρημα κάποια ευδία ημέρα του Αυγούστου, με την ιερή μανία του νεοφώτιστου. Το ταξίδι πολυκύμαντο, πλην όμως τελεσφόρο.
Χωρίς διάθεση μακρηγορίας, η περιλάλητη δυσκολία του βιβλίου δεν κρύβεται στο περιεχόμενό του. Οι βασικές θεματικές του είναι, καθ’ ομολογία του ίδιου του Τζόυς, απλές: Αντίδραση και αντίσταση στην παράδοση και στην οπισθοδρόμηση (γλωσσική, πολιτιστική), στην οργανωμένη θρησκεία, σφετερισμός πάσης φύσεως (της γλώσσας, της χώρας, του ήρωα), αλλά ταυτόχρονα ανάγκη ανεύρεσης νέου οράματος και φυγής προς το μέλλον … αυτά και κάποια ακόμα. Βεβαίως, τίποτε δεν προσφέρεται άκοπα, δεδομένου πως οι όποιες αναφορές είναι έμμεσες, συγκεκαλλυμένες, ελλειπτικές, αναζητώντας τη φίλεργο συμμετοχή του δημιουργικού αναγνώστη.
Η ιδιαιτερότητα και η ουσία τού «Οδυσσέα» εντοπίζεται αλλού, καθώς άπαντα τα γραφόμενα «παρελαύνουν» υπερήφανα στα «Ηλύσια Πεδία» του Ύφους. Εδώ, η πρωτοποριακή χρήση του «stream of consciousness», των εσωτερικών μονολόγων, αντηχούν τον εσώτερο κόσμο των ηρώων, διαστέλλοντας επ’ άπειρο την αντίληψη του εαυτού τους και -ως καθρέφτισμα- του δικού μας που ανασκευάζεται, αναδομείται και ανασυντίθεται αέναα σε κάθε ανάγνωση.
Εδώ, η ελατή γλώσσα του Τζόυς δομεί τον κόσμο (του βιβλίου, του υπαρκτού, του σύμπαντος…) και οι ήχοι κατασκευάζουν την πραγματικότητα, αντί να είναι το αποτέλεσμα των αντικειμενικών γεγονότων της πραγματικότητας.
Εδώ, η επικράτεια του αφηγηματικού ύφους καθορίζει τελικά και αμετάκλητα την πραγματικότητα στην οποία εμβαπτίζεται ο αναγνώστης. Εδώ, η έννοια της «δημιουργικής ανάγνωσης» (κατά H. Bloom) βρίσκεται στον κολοφώνα της, καθώς η ζεύξη συγγραφέα-αναγνώστη αποτελεί sine qua non για την επιδερμική -κατ’ ανάγκην- πρώτη επαφή με το πολυπρισματικό αυτό κείμενο, σε όλη του την έκταση.
Ώσπου, μέσω των ενιαίων καταληκτικών παραγράφων (στο κεφάλαιο της Πηνελόπης), ο αναγνώστης να οδηγηθεί ξέπνοα στο παραληρηματικό εκείνο «Ναι!», ιδωμένο ως κατάφαση ζωής, ως θετικά προσημασμένη επιλογή, ως συναίνεση στον έρωτα, στη ζωή, στη δημιουργία που αψηφά τον χρόνο και τον θάνατο.
Τι είναι για μένα, όμως, ο «Οδυσσέας»; Ένα Duomo γνώσης, ένα Βιβλίο των Βιβλίων εγκλωβισμένο εσαεί στον Παράδεισο/Βιβλιοθήκη του Μπόρχες. Είναι, ταυτόχρονα, το «δωμάτιο των επιθυμιών», στο οποίο εισέρχεσαι και εξέρχεσαι διαφορετικός κάθε φορά, καθώς το βιβλίο αυτό σε διαβάζει, σε ανατέμνει, σε αναδομεί.
Ισχύει, τέλος, για την ανάγνωσή του ό,τι και για την ίδια τη ζωή, της οποίας τη θραυσματική υπόσταση μιμείται (ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;): «Μία ίσον καμία». Άλλες αναγνώσεις, πληρέστερες, αναγκαστικά θα ακολουθήσουν, εκεί που η πρώτη απλά ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας με το επαγωγόν και ταυτόχρονα δυσήνιο κείμενο.
Μπορεί αυτός ο «πνευματικός πλους» να μην καταλήξει ποτέ, αλλά προς ώρας παραμένω ευγνώμων διότι έγινα κοινωνός του απείρου, μέσω μίας έστω ημέρας της ζωής του L. Bloom, εκείνης της 16ης Ιουνίου.
«Et in Arcadia ego».