Για όσους δεν έχουν έρθει σε επαφή με το έργο του, να ξεκαθαρίσω πως ο Κόνραντ δεν γράφει θαλασσινές περιπέτειες μήτε περιπετειώδη μυθιστορήματα που θα συνοδεύσουν τον αναγνώστη στην παραλία. Ο Κόνραντ περιβάλλει εντέχνως το έργο του με ένα πρώτο επίπεδο δράσης, προκειμένου να συγγράψει αμιγώς υπαρξιακά μυθιστορήματα.

Υπάρχει ένα κοινό μοτίβο στα βιβλία του, το οποίο επαναλαμβάνεται και αποτελεί το σήμα κατατεθέν του: Ο ήρωάς του αδυνατεί να συνδεθεί με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τον κόσμο γύρω του.
Εκεί που άλλοι συγγραφείς εκείνης της εποχής αναζητούν και συχνά βρίσκουν για τους ήρωές τους τη λύτρωση σε κάποια ιδέα, σε κάποια μεταφυσική και μη αρχή, στην αδελφότητα των ομοίων, των συναγωνιστών κ.ο.κ., ο Κόνραντ δεν αφήνει τέτοια περιθώρια εφησυχασμού στους χαρακτήρες του.
Δεν υπάρχει διαφυγή από το υπαρξιακό άχθος, καμία έξοδος για τον ήρωα που έχει να αντιμετωπίσει το κενό, την απουσία νοήματος της ζωής, αλλά και την απουσία συγκολλητικής με τους συνανθρώπους του ιδεολογίας και σκοπού.
Αν υπάρχει κάποιο κίνητρο, κάποια καθοδηγητική αρχή είναι εκείνης της θέασης του κόσμου εκ του μακρόθεν, της ενσυνείδητης αποχής από τα δρώμενα, από τα οποία όμως διαφυγή δεν υπάρχει. Και το τέλος είναι πάντα αμείλικτο για τον Κονραντικό ήρωα που βλέπει τον έξω κόσμο να κλείνει αμείλικτα σαν βρόχος γύρω του.
Τα προαναφερθέντα θεωρώ πως ισχύουν για τα αριστουργηματικά «Νοστρόμο» και «Καρδιά του σκότους» (δικαίως βρίσκονται σε κάθε λίστα που σέβεται τον εαυτό της) όσο και για τον «Λόρδο Τζιμ» – ένα εξίσου εμβληματικό κείμενο, ενδεικτικό της δαιμονικής γραφής του Κόνραντ, αν και δεν αποτελεί την προσωπική κορυφαία επιλογή μου από τη βιβλιογραφία του (μην ξεχνάμε και τα εξαιρετικά «Νίκη» και «Με τα μάτια ενός δυτικού»).
Εξηγούμαι: Είμαι λάτρης του ύφους του, αλλά σε αυτό το έργο πιστεύω πως η βασική ιδέα την οποία εξελίσσει, θα ήταν προτιμότερη υπό μορφή νουβέλας και όχι μεγάλης έκτασης μυθιστορήματος. Είχα συχνά την αίσθηση πως κάναμε αέναους κύκλους γύρω από το κεντρικό θέμα των ενοχών του κεντρικού ήρωα, έως ότου οδηγηθούμε στο αναπόφευκτο τέλος. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα κόπωσης σε σημεία, κάτι που σπανιότατα έχω μέχρι στιγμής νιώσει σε βιβλία του συγγραφέα.
Γεγονός παραμένει πως ακόμα και στις πιο αδύναμες στιγμές του (αν το εν λόγω βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο), ο Κόνραντ παραμένει υπόδειγμα αφηγητή.