Υπάρχουν βιβλία στα οποία γίνεται συχνότατα αναφορά, αλλά εξίσου συχνά δεν έχουν διαβαστεί από το ευρύ κοινό και των οποίων η αξία είναι αναμφίλεκτη.

Ο «Δον Κιχώτης» είναι σίγουρα το πλέον αναγνωρίσιμο από αυτά. Ο τίτλος του «1ου σύγχρονου μυθιστορήματος» προσδίδει ιδιαίτερη αξία σε ένα κείμενο που χρονολογείται το σωτήριο έτος 1605-1615.
Η πλοκή και οι ήρωες είναι ως επί το πλείστον γνωστά, οπότε δεν έχει νόημα να αναφερθώ σε αυτά. Θα σταθώ σε κάποια μόνο σημεία, εν τάχει, τα οποία με ενθουσίασαν:
Εν αρχή, η μεταφορά σε πεζό λόγο του έμμετρου έπους, με σκοπό την αποδόμησή του. Εν προκειμένω, η χιουμοριστική αποκαθήλωση ενός ολόκληρου είδους (ιπποτικό μυθιστόρημα) μέσω της κριτικής ματιάς στο ηρωικό και στο ένδοξο, όπως μπορεί ταυτόχρονα να ιδωθεί ως ιλαρό και τραγικό, «σκιάζοντας» με γκρίζους τόνους τη μέχρι τότε -μα και μετέπειτα- μανιχαϊστική οπτική.
Ακόμα, η χρονική αποστασιοποίηση, απαράμιλλη για την εποχή εκείνη (αλλά και όποια εποχή τελικά), η οποία τοποθετεί έναν καθρέφτη μπροστά στο οικείο, μετατρέποντάς το σε κάτι ανοίκειο και τούμπαλιν, υποχρεώνοντας τον εν γρηγόρση αναγνώστη να σταθεί με αυτοκριτική διάθεση απέναντι στα ειωθότα, θεώμενος εξ αποστάσεως τα δρώμενα.
Και βέβαια, τεχνικές όπως η συμπερίληψη άλλων βιβλίων εντός του αρχικού κορμού του «Δον Κιχώτη» και η υποκατάσταση του συγγραφέα από άλλα «προσωπεία»-συγγραφείς, η οποία υποσκάπτει καθ’ εαυτήν την έννοια του πανταχού παρόντος Δημιουργού αποδομώντας την εξουσία της, αποδεικνύουν τη μεγαλοφυία ενός συγγραφέα Προ-Μηθέα σε σχέση με την εποχή του.
Ακόμα και στο τέλος που ο «γνωστικός» πλέον Δον Κιχώτης αποσύρεται άδοξα και δια παντός από τη σκηνή της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» που ο ίδιος βίωσε ως «Ηρωικό Δράμα», η σκιά του πλανόδιου ιππότη, η «Δύναμις και η Δόξα», θα συνεχίζει να περιφέρεται στον «απομαγεμένο» κόσμο της Νεωτερικής λογοτεχνίας, «στοιχειώνοντας» δημιουργικά τους επιγόνους.
Εν τέλει, στην αναπόφευκτη ερώτηση (κάθε φορά που τη διαβάζω εξοργίζομαι!): «Μα τι έχει να προσφέρει ένα τόσο παλιό βιβλίο στον σύγχρονο αναγνώστη;» η απάντηση σε αυτόν που την κάνει είναι ξεκάθαρη: «Απολύτως τίποτα!»
Όχι γιατί -θυμίζω ξανά τον Χέγκελ- ο ήρωας δεν είναι ήρωας, αλλά γιατί ο υπηρέτης είναι υπηρέτης. Οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, δεν χρήζουν νουθεσίας – έχουν ήδη προστρέξει.