Το νουάρ είναι τελικά είδος χθόνιο, με τις λογοτεχνικές ρίζες του βαθιά χωμένες στη λάσπη, στην οποία εκβάλει η ανθρώπινη ψυχή. Είναι ταυτόχρονα και είδος Ρομαντικό, καθώς κάτω από τον κυνισμό και το έρεβος που το περιβάλλει υποκρύπτεται η θλίψη, η απώλεια και ταυτόχρονα η αγάπη για το όμορφο και το αθώο – έστω θνησιγενές, έστω πρόσκαιρο.

Το «Αίμα στο φεγγάρι» είναι ένα απόσταγμα noir αισθητικής (όχι αστυνομικό, όχι θρίλερ – noir!), μια σπουδή στο μαύρο, ένα πεισιθανάτιο μέλημα, αυτοαναφορικό, λυσιτελές και αύταρκες ως αισθητική και ύφος.
Σίγουρα η πλοκή του δεν είναι «στεγανή» και ο ήρωάς του μοιάζει να κατέχει δυνάμεις Υπερανθρώπου. Ουδεμία σημασία έχει, καθότι στο genre αυτό είναι οι αδυναμίες του που «παράγουν» στυλ, άρα λογοτεχνία, και αυτές τον καθιστούν επώδυνα ευάλωτο, μια φιγούρα πλάνητα, περιφερόμενου επί της Γης ως «άχθος αρούρης».
Τι και αν η σωματική του ρώμη είναι μεγάλη, το δέμας του εκείνο ενός Τιτάνα; Η ψυχή του αναζητά αέναα τη γαλήνη, την παραμυθία, την καρτερία που προσφέρει η Γυναίκα ως έννοια, ως φάσμα και μετείκασμα. Και ακόμα συχνότερα, η Ιδεατή γυναίκα τον προδίδει, αφού δεν πρόκειται για πλάσμα του κόσμου ετούτου, με σάρκα και οστά. Μια Δουλτσινέα δεν (ανα)γνωρίζει τον Ιππότη που θα πεθάνει για χάρη της, παρά μόνο περαστικά στα όνειρά της.
Και η αθωότητα; Λέξη-κλειδί στο υπέροχο αυτό βιβλίο που στάζει αίμα και βία από κάθε του σελίδα. Ο ήρωας του noir, όπως και ο Δον Κιχώτης, δεν ματώνει για τα αργύρια ούτε για το κλέος ή την αρχή.
Δεν προσμένει υστεροφημία, ούτε προσδοκά μεταθανάτια δικαίωση. Θα ματώσει όμως κυριολεκτικά και μεταφορικά για να θάλψει την αθωότητα σε ένα κόσμο στερημένο νοήματος, πλην μόνο εκείνου που ενοικεί στην καθημαγμένη ψυχή του.
Τελικά, ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες, θα συνεχίσει να προσπίπτει στην ιδεατή θηλυκή θεότητα, μιας και οι… χθόνιες γυναίκες θα συνεχίσουν να τον εγκαταλείπουν. Ανέστιος και εσαεί αποσυνάγωγος, θα αναζητήσει τη γαλήνη στο ματωμένο φεγγάρι που μεσουρανεί στα μύχια τής ύπαρξής του. Και εκεί, επιτέλους, θα αναπαυθεί.