Η επιθυμία συσκοτίζει την πραγματικότητα, όπως ακριβώς τα συναισθήματα σκιάζουν τη σκέψη και το θυμικό αδρανοποιεί τη λογική. Πρόκειται για μια αλήθεια την οποία ο μεταμοντέρνος κόσμος, αλλά και ο πρότερος, ο εμβαπτισμένος στα Διαφωτιστικά νάματα, ο οποίος θεωρεί τον άνθρωπο ως το κατεξοχήν έλλογο όν, αρνείται να αποδεχτεί – θέση που είναι αφενός αναπόδεικτη ιστορικά και αφετέρου ελλιπής θεωρητικά.
Οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι επιχείρησαν να καταυγάσουν με το φως της φιλοσοφίας (όπως και με το Θέατρο) τα τενάγη βαρβαρότητας του αρχαϊκού κόσμου.
Όχι διότι υπήρξαν περισσότερο έλλογοι από τους λοιπούς, αλλά διότι πρώτοι αναγνώρισαν και επιχείρησαν, με όπλο τον Λόγο και την Τέχνη, να εξηγήσουν, να περιχαρακώσουν -νοητικά έστω- την εγγενή ροπή του ανθρώπου προς τις λανθάνουσες χαοτικές ορμές του, την άκρατη επιθυμία, το αυτοκαταστροφικό πάθος.
Έκτοτε, σκοπός της φιλοσοφίας, του πνεύματος και της τέχνης υπήρξε να τιθασεύσει ή καλύτερα να αδρανοποιήσει το «τέρας», να εγκιβωτίσει το δυσήνιο id, να μετουσιώσει σε τέχνη το ανίερο θυμικό που «καταβροχθίζει πλανήτες» στο διάβα του.
Πρόκειται για έναν «ακήρυκτο πόλεμο» που αιώνες τώρα διεξάγεται απανταχού, με έκβαση άγνωστη και ζοφερές προοπτικές -νησίδες λογικής πάντα θα υπάρχουν- για τα «έλλογα» όντα που κατοικούν στον πλανήτη.