Ίσως το πιο «μελωδικό» έργο του Μπαλζάκ που έχω διαβάσει εισέτι. Μια ωδή στην όπερα και στην ιταλική ψυχοσύνθεση, όπου το μέλος συγχέεται και διαχέεται στο πάθος, μέσα από την ιστορία έρωτα του Πρίγκιπα και της Μασιμίλα Ντόνι.

Ο καλλιτέχνης κατορθώνει να παρασύρει με την τέχνη του ακόμα και εκείνους -όπως εγώ- που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το εν λόγω μουσικό είδος ούτε βέβαια για τη στερεοτυπική παρουσίαση των Ιταλών ως λαού «αισθαντικού, μουσικού, ερωτεύσιμου» (η «πυξίδα» μου συνεχίζει να δείχνει πάντα στον Βορρά, μακριά από τον κατά Τ. Μαν «κτηνώδη αισθησιασμό των Νοτίων»).
Ο Παρατηρητής Μπαλζάκ χειρίζεται το λογοτεχνικό του «οπλοστάσιο» με χαρακτηριστική άνεση, αναδεικνύοντας τα παραδοσιακά δίπολα που απασχόλησαν και απασχολούν την τέχνη από καταβολής της: Ιδέα και Μορφή, Πνεύμα και Ύλη, Πλατωνικός και σαρκικός έρωτας, απόλαυση των αισθήσεων αλλά και της τέχνης. Και πάνω από όλα, προβάλλει η μυσταγωγική εμπειρία της μουσικής, ως «κινούν αίτιο», ως φορέας νοήματος.
Αυτά που θεωρήθηκαν μειονεκτήματα στη νουβέλα αυτή, τουτέστιν η μακροσκελής ανάλυση της όπερας του Ροσίνι και η αφελής κατάληξη, ουδόλως δεν διαταράσσουν τη μαγεία και επ’ ουδενί δεν μειώνουν την απόλαυση της ανάγνωσης.
Σημειωτέο, πως όπως συμβαίνει στα περισσότερα έργα του Μπαλζάκ, απαιτείται η ενεργός συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος θα πρέπει να διακρίνει την ευφυή αλληλουχία των λέξεων και το παιχνίδι των νοημάτων που κρύβεται σε… κοινή θέα.
Τελικά, το πρόβλημα παραμένει ένα και μόνο: Μετά την ανάγνωση έργων σαν κι αυτό, η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, στα μάτια μου τουλάχιστον, φαντάζει ακόμα πιο φτωχή και ασήμαντη.