Η επαφή μου με το σκάκι είναι ανύπαρκτη, κυρίως διότι δεν διαθέτω το ενδιαφέρον και -εν τέλει- την απαιτούμενη ευφυία. Ως εκ τούτου, ακόμα και η λογοτεχνική του επικάλυψη με αφήνει καταρχάς ουδέτερο και δευτερευόντως καχύποπτο απέναντι στο εγχείρημα.

Πιστός όμως στο αξίωμα του «ΠΩΣ γράφεις και όχι στο ΤΙ γράφεις», παραμερίζω τις ενστάσεις περί περιεχομένου, και επικεντρώνομαι στην ουσία, δηλαδή στο ύφος.
Η πρώτη μου επαφή μάλλον δεν ανέτρεψε την άποψη μου. Η περίφημη «Σκακιστική Νουβέλα» του Stefan Zweig υπήρξε βιβλίο ενδιαφέρον και καλογραμμένο, δίχως όμως να μου προξενήσει το απαραίτητο δέος, κάτι που οφείλεται σαφώς στον συγγραφέα: Ικανός γραφιάς, αλλά τίποτε πέραν αυτού – σαφώς υπερεκτιμημένος, κατά την άποψή μου.
Το αυτό δεν ισχύει για τον Nabokov, συγγραφέα τεραστίου βεληνεκούς που ως άλλος Μίδας αγγίζει με την πένα του το έλασσον και το μετατρέπει σε μείζον! Πόσω μάλλον όταν το αντικείμενό του είναι το λεγόμενο «Παιχνίδι των Βασιλέων», στου οποίου τη γοητεία -γνωρίζουμε- τακτικά υπέκυπτε και ο ίδιος.
«Η άμυνα του Λούζιν» δεν καταφεύγει στην ευκολία της περιγραφής περίπλοκων παρτίδων, σκακιστικών συλλογισμών και ψυχολογικής έντασης, ώστε να προ(σ)καλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τουναντίον, οι σκακιστικές διελκυστίνδες αποτελούν αφορμή για ανάλυση και ανελέητη ενδοσκόπηση του χαρακτήρα του Λούζιν.
Ενός αλλοτριωμένου χαρακτήρα, έρμαιου της σκακιστικής του δεινότητας, τυφλού απέναντι στη ζωή και στις υποχρεώσεις της, αλλά και απόλυτα ξένου προς οποιοδήποτε ζωντανό ον επιχειρεί να τον προσεγγίσει.
Και ο Λούζιν αμύνεται σθεναρά ενάντια στον εαυτό του, ενάντια στο πάθος που τον κατακλύζει, καθώς η ζωή του μετατρέπεται σταδιακά σε μια τρομακτική αλληλουχία ασπρόμαυρων σκακιστικών τετραγώνων. Σε μια δίνη που ανελέητα τον ρουφά εντός της, δίχως έρμα για να αντισταθεί.
Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον σώσει από τον εαυτό του, καθώς τα φράγματα της λογικής υποχωρούν ένα-ένα. Ο Λούζιν επιχειρεί μάταια να στήσει την τελευταία του «Άμυνα» όσο ο κόσμος του αποσυντίθεται ανεξίτηλα γύρω του.
Πιόνι και ο ίδιος, καταλήγει αναπόδραστα στη μοναδική κίνηση που του απέμεινε: Να θέσει εαυτόν εκτός σκακιέρας. Και η τελευταία κίνηση ελευθερίας του, θα είναι τελικά εκείνη που θα του προσφέρει μια μικρή, ασήμαντη ανταμοιβή.
Επιτέλους, ο Λούζιν (επώνυμο) θα αποκτήσει Όνομα (άγνωστο σε εμάς ως την τελευταία γραμμή), τη στιγμή ακριβώς που η αυλαία θα πέσει και ο δύστηνος ήρωας θα επιστρέψει δια παντός στο «κουτί της ανυπαρξίας».